Απαράμιλλος δάσκαλος και παιδαγωγός του κοινωνικού συνόλου —έτσι τον είχε χαρακτηρίσει, αποχαιρετώντας τον την επομένη του θανάτου του, ο διαπρεπής δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής και θεατρικός συγγραφέας Γεώργιος Ρούσσος—, ο Δημήτρης Ψαθάς φρόντιζε πάντα να δίνει το «παρών» στις κρίσιμες καμπές του εθνικού μας βίου, να μάχεται επί των δημοσιογραφικών επάλξεων.
Αυτό έπραξε —πιστός στις συνήθειές του, στις απόψεις του και στο καθήκον του— και στις 18 Σεπτεμβρίου 1974, με άρθρο του που έφερε τον τίτλο «Το καρκίνωμα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα». Έχοντας επίγνωση των δεινών που είχε επισωρεύσει η διαβόητη επταετία, η λοιμική των Απριλιανών, στη χώρα και στον ελληνισμό ολόκληρο, ο Ψαθάς επισημαίνει, υπενθυμίζει και καυτηριάζει τα αίσχη και τις ντροπές των συνταγματαρχών, ελεεινολογεί το κατάντημα στο οποίο οδήγησαν τον τόπο και το οποίο κληροδότησαν στον Καραμανλή.
Ιδού όσα έγραφε ο Ψαθάς πριν από μισόν ακριβώς αιώνα:
Είναι ένας κόσμος —λιγοστός έστω— που δεν συνέλαβε την εικόνα της επταετίας σ’ όλη την τραγική της έκταση, γιατί η ζωή συνεχιζόταν επιφανειακά, κατά το μάλλον ή ήττον, ήσυχη. Ένοιωθε, φυσικά, την βαρειά ατμόσφαιρα της φοβίας, αλλά παρηγοριόταν με την περίφημη «ησυχία», χωρίς να υποπτεύεται τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτή και τι πίσω απ’ τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές θριαμβολογίες των… καταπληκτικών επιτευγμάτων της Απριλιανής μπουρδολογίας.
Γι’ αυτό ο κόσμος αυτός —ένα μέρος του φιλήσυχου μικροαστικού κόσμου— διαβάζοντας τις αποκαλυπτικές πληροφορίες που δημοσιεύονται από καιρό, τώρα, στις εφημερίδες, αναρωτιέται κατάπληκτος:
— Μα είναι αλήθεια;
—Γινόντουσαν τέτοια πράματα;
—Μήπως πρόκειται για υπερβολές;
«ΤΑ ΝΕΑ», 18.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είναι τόσο σίγουρο ότι ακόμα και όσοι δεν ήξεραν το τι γίνεται, δεν φανταζόντουσαν ποτέ τις τεράστιες διαστάσεις που είχε πάρει η διείσδυση του χουντικού καρκινώματος μέσα στον οργανισμό του έθνους και έως ποιο σημείο έφτανε η κτηνωδία των μέσων που χρησιμοποιούσε για να κρατηθή στην εξουσία. Ούτε και το μεγάλο πλήθος των έντιμων αξιωματικών ήταν ενημερωμένο για τα τόσα αίσχη που ντρόπιαζαν τ’ όνομά τους, όπως και τ’ όνομα της ίδιας της Ελλάδας.
Γι’ αυτό καλώς γίνεται η αναδρομή στις ντροπές της επταετίας, καλώς αποκαλύπτεται το όργιο, καλώς πληροφορούνται και οι απληροφόρητοι τα πάντα και καλώς στιγματίζονται τα αίσχη και οι πρωταγωνιστές τους —που κάποτε θα πρέπει και να πληρώσουν— για να μη ξαναβρεθούν ποτέ πια στο μέλλον ανάλογοι αχυροκέφαλοι δικτάτορες για να φέρουν την οριστική καταστροφή στον βασανισμένο τούτο τόπο.
Πτυχές απ’ την εικόνα της επταετίας αναμεταδίδει και η στήλη αυτή, γιατί θεωρεί απαραίτητη την πλήρη ενημέρωση εκείνων που δεν υποπτευόντουσαν τις διαστάσεις του κακού ούτε και —φυσικά— μπορούσαν να φανταστούν το τραγικό κατάντημα όπου είχε ξεπέσει ο τόπος μας. Αυτός ο τόπος που τον έσυραν μέχρι και τα πρόθυρα πολέμου, οι παρανοϊκοί, και ποιος ξέρει σε τι περιπέτεια θα έμπαινε —και με ποιες συνέπειες— αν δεν προλάβαιναν να παρέμβουν αστραπιαίως οι υγιείς δυνάμεις του Στρατού.
Τι είδους κράτος παρέλαβε ο κ. Καραμανλής για ν’ αντιμετωπίση την τραγική κατάσταση που δημιούργησαν οι παρανοϊκοί δικτάτορες και που δεν απέκλειε ούτε και το ενδεχόμενο ακόμα ενός πολέμου; Δεν είναι δύσκολο να σχηματίση κανένας την ερειπωμένη εικόνα, όταν ανατρέξη στα έργα και τις ημέρες της επταετίας, έτσι όπως τα ξέραμε και όπως μας αποκαλύπτονται σήμερα σε όλη τους την ανατριχιαστική ανευθυνότητα και κτηνωδία.
«ΤΑ ΝΕΑ», 18.9.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο εχθρός για τους χουντικούς δεν βρισκόταν έξω απ’ τα σύνορά μας, αλλά μέσα — πας εχθρός του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη ήταν εχθρός της… πατρίδος! Για την επισήμανση και την εξουδετέρωσή του δούλευαν χιλιάδες πράκτορες όχι μονάχα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και στο εξωτερικό —πληρωνόμενοι αδρά χαφιέδες και προβοκάτορες— όπως και ειδικά εκπαιδευμένοι βασανιστές της ΕΣΑ και αρκετοί των υπηρεσιών της Ασφαλείας. Κριτήριο για την ανάληψη αξιωμάτων και την προαγωγή, τόσο στις πολιτικές υπηρεσίες όσο και στον Στρατό, δεν ήταν η πνευματική ή επιστημονική αξία, αλλά η πίστη στον Παπαδόπουλο και τον «πιστό» του Ιωαννίδη. Πνευματικοί άνθρωποι ολκής, ανώτεροι υπάλληλοι ή καθηγηταί, διώχτηκαν απ’ τις θέσεις τους, ενώ διακεκριμένοι αξιωματικοί, έντιμοι, λευκοί και άψογοι, ήρωες πολέμων, όχι μονάχα αποτάχθηκαν, αλλά υποβλήθηκαν σε κτηνώδη βασανιστήρια —Μήνης, Μουστακλής— που προκαλούν την φρίκη και το δέος.
Χιλιάδες πολίτες ήσαν υπό παρακολούθηση, χιλιάδες τηλέφωνα ήσαν παγιδευμένα, για να ενημερώνονται οι δικτάτορες για τα πάντα και τους πάντας, ενώ χιλιάδες αστυνομικοί φύλαγαν τον αρχιδικτάτορα, μέρα και νύχτα, κατά τις διαδρομές του προς τα γραφεία του ή τα φρούριά του.
Και τα όπλα του Στρατού μας; Η μεγαλύτερη δύναμη κρούσεως —τα τανκς— ήταν συγκεντρωμένη στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, για ν’ αντιμετωπίσει όχι τον Τούρκο, όχι τον οποιοδήποτε εξωτερικό εχθρό, αλλά τους ίδιους τους Έλληνες, στην περίπτωση που θα ζητούσαν κάποτε τα δικαιώματά τους. Αυτά τα τανκς, που τα εξαπέλυσαν —με τη συγκατάθεση του αξιοθρήνητου «δοτού» πρωθυπουργού— να θερίσουν τα νιάτα της Ελλάδος, όπως δεν τόλμησαν να το κάνουν ούτε καν οι αιμοβόρες χιτλερικές ορδές στις πιο μαύρες μέρες της Κατοχής.
Αλλά η εικόνα της διάβρωσης της χώρας μας απ’ το καρκίνωμα της χούντας δεν ολοκληρώνεται εδώ. Σιγά-σιγά —και πότε-πότε— θα προσπαθούμε να την συμπληρώνουμε.