Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που έζησεν ο Αβραάμ Λίνκολν ήταν αναμφισβήτητα η οικογενειακή του. Ο μεγάλος Πρόεδρος υπήρξεν ο πατέρας ενός ιστορικού πολιτικού γνωμικού: «Κυβέρνησις του λαού, από τον λαόν, διά τον λαόν». Αλλ’ υπήρξε και ο σύζυγος μιας τυραννικής γυναίκας. Δικαίως λέγεται ότι η μεγάλη τραγωδία της ζωής του υπήρξεν ο γάμος του και όχι η δολοφονία του. Όταν ο κακοποιός Μπουθ τον εδολοφόνησε με μια σφαίρα, ο Λίνκολν δεν εκατάλαβε πως πυροβολούσαν εναντίον του. Κι’ όμως ο άνθρωπος αυτός που έξω από το σπίτι του επίστευε πως δεν έχει κανέναν εχθρό, δεν έζησε ούτε μία σχεδόν μέρα από τα 23 χρόνια της συζυγικής του ζωής χωρίς, όπως έλεγε ο φίλος του Χέρντον, να μη δρέπη τους «πικρούς καρπούς της συζυγικής δυστυχίας». Πράγματι επί ένα περίπου τέταρτον αιώνος η κυρία Λίνκολν τον αναστάτωνε καθημερινώς με την κριτική της και τον εξαντλούσε με τις γκρίνιες της.
Συνεχώς εμουρμούριζε και δεν έπαυε να κοροϊδεύη τον άνδρα της. Του έλεγε πως ήταν καμπούρης, πως ήταν αδέξιος, πως ήταν γελοίος. Εμιμείτο κοροϊδευτικά το περπάτημά του. Τον ειρωνευόταν για τα μεγάλα του αυτιά που έστεκαν σαν ορθές γωνίες μακρυά από το πρόσωπό του. Του έλεγε πως η μύτη του ήταν μεγάλη, πως το κάτω χείλος του κρεμόταν, πως φούσκωνε το στήθος του, πως τα χέρια του και τα πόδια του ήταν πελώρια, ενώ το κεφάλι του ήταν μικροσκοπικό. Ο Αβραάμ Λίνκολν και η γυναίκα του Μαίρη Τοντ ήσαν δύο τύποι εκ διαμέτρου αντίθετοι: στην αγωγή, στο χαρακτήρα, στις προτιμήσεις. Και βρίσκονταν σε μόνιμη σύγκρουση.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.2.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Η οξύτατη και αντιπαθητική φωνή της κυρίας Λίνκολν ακουόταν στο δρόμο», γράφει ένας χρονικογράφος της εποχής, «και τα ξεσπάσματα της οργής της ήταν γνωστά σ’ όλη τη γειτονιά. Αλλ’ ο θυμός της δεν εκδηλωνόταν μονάχα με τα λόγια. Οι αποδείξεις της βιαιότητός της ήσαν πολυάριθμες και αναμφισβήτητες».

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.2.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η ζηλοτυπία της κ. Λίνκολν ήταν τόσο παράλογη και τόσο απίστευτα άγρια, ώστε και σήμερα ακόμη, όταν διαβάζη κανείς τις εξευτελιστικές και τραγικές σκηνές που έκαμνε δημοσίως στον άνδρα της, καταλαμβάνεται από τρόμο και φρίκη. Τελικά η γυναίκα του Λίνκολν τρελλάθηκε.
Αλλά και ο ίδιος ο Πρόεδρος υπέστη βαθύτατη επίδραση στο χαρακτήρα του από το καθημερινό αυτό μαρτύριο. Τον έκαμε να μετανοιώση που είχε παντρευθή, και όσο μπορούσε απέφευγε τη γυναίκα του.

Στο Σπρίνγκφιλντ, όπου κατοικούσαν οι Λίνκολν, υπήρχαν ένδεκα δικηγόροι. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο κατοπινός Πρόεδρος. Κι’ επειδή όλοι δεν μπορούσαν να κερδίσουν το ψωμί τους στην πόλι, περιώδευαν με άλογο από το ένα χωριό στο άλλο, όπου ο δικαστής Ντέιβιντ Νταίβις επήγαινε να δικάση υποθέσεις. Και ενώ οι συνάδελφοί του κανόνιζαν έτσι, ώστε κάθε Κυριακή να γυρίζουν στην πόλι, ο Λίνκολν δεν γύριζε. Φοβόταν τη γυναίκα του. Και συνήθως τρεις μήνες το καλοκαίρι και τρεις μήνες το χειμώνα έμενε μακρυά, αποφεύγοντας να επιστρέψη στο σπίτι του. Αυτό συνεχίσθηκε χρόνια. Η ζωή στα χωριά, μέσα στα άθλια ξενοδοχεία της εποχής, δεν ήταν καθόλου άνετη. Αλλά ο Λίνκολν την προτιμούσε από την οργή της γυναίκας του.
*Άρθρο αφιερωμένο στο συζυγικό βίο του Αβραάμ Λίνκολν, του δέκατου έκτου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (1861-1865). Έφερε τον τίτλο «Ο Αβρααάμ Λίνκολν υπήρξεν ένας τραγικώτατος σύζυγος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 1955.

Ο Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) γεννήθηκε στο Κεντάκυ στις 12 Φεβρουαρίου 1809 και απεβίωσε (κατόπιν δολοφονικής επίθεσης εις βάρος του την προτεραία) στην Ουάσινγκτον στις 15 Απριλίου 1865.