Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο Eteron. Η Ξένια Χρυσοχόου είναι καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΕΛΙΔΕΚ.
Πολλά γράφονται τις τελευταίες μέρες για την σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ που διέψευσε τις προβλέψεις για ένα ντέρμπι και μια πιθανή νίκη της Κάμαλα Χάρις. Δεν θα σταθώ στην αποτυχία των δημοσκοπήσεων, γιατί οι εν λόγω πρακτικές είναι γνωστό ότι όταν δημοσιεύονται δεν έχουν στόχο την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος αλλά την επιρροή του εκλογικού σώματος, τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας μέσα στην οποία οι ψηφοφόροι θα πάρουν την απόφασή τους.
Αναφορές σε ντέρμπι δεν έχουν άλλο στόχο από το να συσπειρώσουν την κάθε πλευρά και να προτρέψουν στη συμμετοχή (ώστε να μην χαθεί καμία ψήφος). Όταν οι διαφορές είναι στα όρια του στατιστικού λάθους δεν πρόκειται για προβλέψεις. Το έχουμε δει και στις εκλογές στα καθ’ ημάς όπου, αντί για ντέρμπι που ανακοινωνόταν, η ΝΔ κέρδισε με μεγάλη διαφορά. Αν οι δημοσκόποι δεν μπόρεσαν πράγματι να το δουν τότε τα εργαλεία τους θέλουν αναπροσαρμογή.
Το σχόλιο που θέλω να κάνω αφορά στην αίσθηση απορίας που έχουν όσοι δεν ταυτίζονται με την πλευρά του Τραμπ για το εύρος αυτής της νίκης, και το γεγονός ότι τον ψήφισαν ομάδες ανθρώπων που θίγονται από τις απόψεις και τις ενέργειές του, όπως για παράδειγμα οι Λατίνοι και γενικά άτομα με μεταναστευτική καταγωγή. Είναι «χαζοί» οι ψηφοφόροι και δεν αντιλαμβάνονται ότι ψήφισαν ενάντια στο συμφέρον τους; Η κοινωνική και πολιτική ψυχολογία έχει απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα μέσα από θεωρίες και έρευνες και θα δανειστώ από τα εργαλεία της για να σκιαγραφήσω μια απάντηση.
Είναι προφανές ότι οι ψηφοφόροι δεν είναι χαζοί. Αν το θεωρήσουμε αυτό υποσκάπτουμε τα θεμέλια της Δημοκρατίας που προϋποθέτει μια ικανότητα που την μοιράζονται όλοι (Ρανσιερ, 2009). Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι απόψεις που πρεσβεύει ο Τραμπ έχουν ηγεμονεύσει σε μια περίοδο κυριαρχίας του δόγματος ΤΙΝΑ (ThereIsNoAlternative). Οι πολίτες έχουν αποδεχτεί ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και ταυτόχρονα βιώνουν μια ιδιαίτερα βίαιη κοινωνικο-οικονομική συνθήκη χωρίς συχνά θεσμικές προστασίες. Πώς θα αντιδράσουν;
Στο βαθμό που υπάρχουν ισχυρά αντίβαρα που προτείνουν εναλλακτικές σε αυτό το σύστημα και στο βαθμό που οι πολίτες θεωρούν ότι θα είναι αποτελεσματικά στο σήμερα, είναι πιθανόν να συσπειρωθούν γύρω από αυτά και να παλέψουν συλλογικά για μια αλλαγή. Σε συνθήκες ΤΙΝΑ και με εναλλακτικές που δεν πείθουν (είτε γιατί επαγγέλλονται αλλαγές σε μη προβλέψιμο μέλλον, είτε γιατί αποδέχονται και οι ίδιες το ΤΙΝΑ και υπογράφουν μνημόνια) η αντίδραση αυτή μειώνεται.
Επίσης, σε συνθήκες μετα-δημοκρατίας (Crouch, 2006) οι πολίτες επιδιώκουν την προσωπική τους ευημερία και αναθέτουν την διαχείριση των κοινών σε «επαγγελματίες της πολιτικής» για να συνεχίζουν απρόσκοπτοι το «καταναλωτικό τους όνειρο». Άρα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα οι πολίτες, ενστερνιζόμενοι τις αξίες του νεοφιλεύθερου καπιταλισμού, να μην επιδιώκουν την πολιτική αλλαγή και να δικαιολογούν το σύστημα (Jost, 2020) και απλά να θέλουν την απρόσκοπτη λειτουργία του που θα επιτρέψει την προσωπική τους ανέλιξη.
Η ελπίδα για ανοδική κοινωνική ανέλιξη αποτελεί τον κοινωνιο-ψυχολογικό μηχανισμό που επιτρέπει την κοινωνική συνοχή σε άνισες κοινωνίες (Tajfel, 1974). Παρότι η επιτυχία του καθενός δεν είναι εγγυημένη, ο μηχανισμός λειτουργεί αποτρεπτικά της συμμετοχής σε δράσεις για αλλαγή επειδή δημιουργείται η εντύπωση ότι έστω και λίγα μέλη της μη προνομιούχας ομάδας θα ανέλθουν (Wright, &Boese, 2015)και άρα τα όρια μεταξύ των ομάδων δεν είναι στεγανά: μπορείς να επιτύχεις αν δουλέψεις σκληρά και αποκτήσεις τα προσόντα που θα σε κάνουν να μοιάζεις με τους επιτυχημένους.
Άλλωστε, με βάση τα προτάγματα του καπιταλισμού είναι θέμα ατομικής ευθύνης η θέση που θα αποκτήσει κανείς στην κοινωνία και άρα, αν δεν τα καταφέρεις, φέρεις εσύ την ευθύνη. Έτσι, ο καθένας ανταγωνίζεται σκληρά τους άλλους στο ίδιο επίπεδο με στόχο την πρόσβαση σε καλύτερες κοινωνικές θέσεις και δεν αγωνίζεται με στόχο να πάψει η ανισότητα.
Σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης η ανοδική κινητικότητα πλήττεται σοβαρά και, εκτός του ότι πολλοί υποχωρούν κοινωνικά, όπως έγινε και στα χρόνια της βαθιάς κρίσης στην Ελλάδα, χωρίς να μπορούν να ανακάμψουν, πολλοί στη μεσαία κυρίως τάξη βλέπουν τα παιδιά τους να μην έχουν την πρόοδο που ήλπιζαν και οι σπουδές να μην αποτελούν όχημα κινητικότητας στη χώρα.
Τι φταίει γι’ αυτό; Η απάντηση των πολιτών είναι ότι φταίει το πολιτικό κατεστημένο που δεν εγγυήθηκε αυτή την βασική προσδοκία. Σε δικές μας έρευνες την περίοδο της κρίσης (Papastamouetal. 2018) η αδυναμία του πολιτικού συστήματος θεωρείτο η πιο σημαντική αιτία της κρίσης στην Ελλάδα και στην Ιταλία, ενώ για παράδειγμα οι Γάλλοι θεωρούσαν την αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως την πιο σημαντική αιτία της κρίσης.
Έτσι ο θυμός για την κατάσταση διοχετεύεται στους διαχειριστές του πολιτικού συστήματος και ταυτόχρονα μεγαλώνει η αίσθηση της ανομίας, δηλαδή της αίσθησης ότι ο κοινωνικός ιστός έχει διαρραγεί, ότι θεσμικά τα πράγματα δεν λειτουργούν και άρα ο πολίτης δεν έχει προστασίες (βλ. δικαιοσύνη, ιατρική περίθαλψη και μάλιστα σε περίπτωση πανδημίας, υποδομές). Επομένως, ο κόσμος θα αναζητήσει την ασφάλεια, ακόμα και αν κάνει επιλογές που δεν είναι εντέλει προς όφελός του.
Οι «προδομένοι πιστοί του συστήματος» όπως τους είχα ονομάσει (Chryssochoou, 2018), άνθρωποι που δεν αμφισβητούν το σύστημα αλλά είναι απογοητευμένοι από τη διαχείρισή του, είναι λοιπόν ανοιχτοί στα κελεύσματα ακραίων συντηρητικών λόγων. Αντί να επιδιώξουν δομικές αλλαγές προς όφελός τους στρέφονται ενάντια στις ελίτ του πολιτικού συστήματος, που τις ταυτίζουν με την αστική δημοκρατία, ενάντια σε μειονότητες που επιδιώκουν την αλλαγή του συστήματος και τις οποίες κατηγορούν για την αποσάθρωσή του (αριστεροί, φεμινίστριες) και μειονότητες που θεωρούν ότι «μολύνουν» την κοινωνία με διαφορετικές αξίες και διασύρουν τα ήθη (μετανάστες και διαφορετικές πολιτισμικά ομάδες, ομοφυλόφιλοι και διαφορετικές έμφυλες ταυτότητες).
Αυτοί είναι το κοινό στο οποίο μίλησε ο Τραμπ έχοντας απέναντί του μια εκπρόσωπο που στο πρόσωπό της έβλεπαν όλες αυτές τις ομάδες που θεωρούν εχθρικές ( ελίτ/μορφωμένη, γυναίκα, προοδευτική,τζαμαϊκανής και ινδικής καταγωγής). Τα αυτιά τους ήταν ανοιχτά στο λόγο του Τραμπ που στηλίτευε όλες αυτές τις ομάδες και παρουσίαζε τον εαυτό του ως κάποιον που ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο κινητικότητας και με τον οποίο ήθελαν να ταυτιστούν. Αν δεχτούμε αυτή την ανάλυση δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τη νίκη του Τραμπ.
Στο επικοινωνιακό οπλοστάσιο του Τραμπ υπήρξαν συμπεριφορές υποτιμητικές για την αντίπαλό του, προσπάθεια να ασκήσει κριτική με τρόπο που να προκαλεί την οργισμένη απάντηση της αντιπάλου με στόχο να δημιουργήσει μια κακή εικόνα για εκείνη (gaslighting), ψευδείς ειδήσεις για ομάδες μεταναστών και ψευδής περιγραφή των απόψεων της αντιπάλου.
Αυτές είναι συμπεριφορές που βρήκαμε σε πρόσφατη έρευνα, σε Ευρωπαϊκό πρόγραμμα (Oppattune-HorizonEurope,www.oppattune.eu) με τη συμμετοχή 13 χωρών, ότι αποτελούν συμπεριφορές που κάνει ο κόσμος σε διαδικτυακές αντιπαραθέσεις και οι οποίες θεωρούμε ότι σκιαγραφούν μια μορφή καθημερινής ακρότητας (everydayextremism). Η έρευνα αυτή είναι σε στάδια ανάλυσης αλλά με ασφάλεια μπορώ να πω ότι στις περισσότερες χώρες που συμμετέχουν (Αυστρία, Βοσνία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Μάλτα, Πορτογαλία, Σερβία, Σουηδία, Τουρκία και με εξαίρεση την Κύπρο και το Κόσοβο) όσο περισσότερο κανείς πιστεύει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας, τόσο περισσότερο υιοθετεί αυτές τις συμπεριφορές.
Έτσι, στις σημερινές συνθήκες αφενός οι συμπεριφορές αυτές είναι οικείες στο κοινό και δεν το ξενίζουν όταν τις χρησιμοποιεί ο Τραμπ και αφετέρου είναι συμπεριφορές που προβλέπονται από την αίσθηση ενός εγκλωβισμού των ανθρώπων σε χαμηλές κοινωνικές συνθήκες. Στη βάση αυτών των αποτελεσμάτων δεν χρειάζεται να απορούμε για το πώς μπορεί κανείς να πειστεί από κάποιον που εξόφθαλμα χρησιμοποιεί ακραία υποτιμητικές συμπεριφορές και ψεύδη απέναντι στην αντίπαλο.
Επιπλέον, σε πρόσφατη διδακτορική διατριβή (Δημάκης 2023) διαπιστώθηκε ότι αυτοί που έχουν τα χαρακτηριστικά των «προδομένων πιστών του συστήματος» είναι επιρρεπείς σε θεωρίες συνωμοσίας που κατασκευάζουν ένα πανίσχυρο εχθρό ο οποίος καταστρώνει μυστικά σχέδια ενάντια στην πλειοψηφία του κόσμου. Αυτός ο εχθρός σχηματοποιείται ως μια παγκόσμια ελίτ που δεν λέει την αλήθεια και βρίσκεται στη ρίζα των δεινών του κοσμάκη. Κατά συνέπεια αν ο Τραμπ παρουσιάζεται ως κάποιος που αποκαλύπτει τη δράση αυτών των ελίτ ή ότι αυτές τον κατατρέχουν και άδικα τον κυνηγούν δικαστικά, τοποθετεί τον εαυτό του σε κοινή μοίρα με το λαό. Κοινωνιο-ψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι για να ηγηθεί κάποιος πρέπει να ανήκει και να αποτελεί πρότυπο της κατηγορίας που θέλει να εκφράσει (Haslam, ReicherandPlatow, 2010).
Εν προκειμένω ο Τραμπ κατάφερε να δημιουργήσει μια εικόνα για τον εαυτό του ως anti-establishment, ως το επιτυχημένο παράδειγμα κοινωνικής κινητικότητας που μπορεί να εκπροσωπήσει καλύτερα τον κόσμο που δεινοπαθεί εξαιτίας των ελίτ. Ταυτόχρονα, υπηρετεί το μοντέλο «πολιτική διαχείριση του έθνους ως επιχείρηση» και παρουσιάζεται ως ο τεχνοκράτης πολιτικός που σε συνθήκες ΤΙΝΑ θα δώσει τις μόνες πιθανές λύσεις σε μια «ορθολογική» διαχείριση της πολιτικής.
Με βάση τα παραπάνω θα έλεγα ότι ο Τραμπ μπόρεσε να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες στο πολιτικό σώμα και χρησιμοποιώντας κοινωνιο-ψυχολογικούς μηχανισμούς που συντελούν στην εγκαθίδρυση της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να κερδίσει τόσο συντριπτικά αυτή την εκλογική μάχη.
Διανύουμε μια περίοδο που η ιδεολογική διαμάχη μεταξύ αριστεράς και δεξιάς τείνει να μην αφορά πολύ κόσμο. Στις έρευνες μας όλο και περισσότεροι αρνούνται να τοποθετηθούν σε αυτή την κλίμακα. Σύμφωνα με τον Staerkle (2015) έχουν διαμορφωθεί στην κοινωνία 4 απλοϊκές αναπαραστάσεις της κοινωνικής οργάνωσης:
- α) της «ελεύθερης αγοράς» που διαμορφώνεται από την αντίληψη για τις υλικές συνθήκες και μια ατομική θεώρηση συμμόρφωσης με τους κοινωνικούς κανόνες που χωρίζει τους ανθρώπους σε νικητές και ηττημένους,
- β) μία που δίνει έμφαση στις «δομικές ανισότητες» και στη κοινωνική θέση και που χωρίζει τους ανθρώπους σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους,
- γ) της «πολιτισμικής διαφορετικότητας» που δίνει έμφαση στην θέση των ανθρώπων σε ένα συμβολικό πεδίο διαφορετικών κοινωνικών υπαγωγών που διαχωρίζουν τους «Εμείς» από τους «Άλλους» και τέλος
- δ) της «ηθικής τάξης» που σε συμβολικό επίπεδο ορίζει τους ανθρώπους σε σχέση με τη συμμόρφωσή τους σε ηθικούς κανόνες και διαχωρίζει τους καλούς από τους κακούς.
Θα διακινδυνεύσω μια υπόθεση που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις πρόσφατες έρευνες μας στο εργαστήριο Κοινωνικής και Πολιτικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (polsocpsylab.panteion.gr): Οι αναπαραστάσεις της «ελεύθερης αγοράς» και των «δομικών ανισοτήτων» που κατά κάποιο τρόπο εξέφραζαν την αντιπαράθεση δεξιάς/αριστεράς φαίνεται σε συνθήκες ΤΙΝΑ να μην αποτελούν διακύβευμα για μεγάλο μέρος του κόσμου, γιατί οι υλικές ανισότητες παρότι τόσο συντριπτικά μεγάλες είναι εντέλει αποδεκτές ως φυσιολογικές.
Έτσι απουσιάζει η ταξική αντιπαράθεση παρά τους υπαρκτούς όρους και η διαμάχη μετατίθεται σε ένα συμβολικό επίπεδο, που εμπλέκει ταυτότητες και συμμόρφωση ή μη σε κανόνες που συντηρούν ιδεολογικά την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων (Εμείς/Αυτοί, Καλοί/Κακοί).
Σε αυτή την πολιτική των ταυτοτήτων φαίνεται να νίκησε ο Τραμπ την εμπιστοσύνη των «προδομένων πιστών του συστήματος» που δεν θέλουν να αλλάξει το σύστημα αλλά να επιβεβαιωθεί ώστε να προκαλεί την ασφάλεια που υποσχόταν. Μ’ αυτή την οπτική όσοι αποτελούν μέρος της Ελίτ, όσοι επικαλούνται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, όσοι διαφέρουν από την πλειοψηφία πολιτισμικά ή ιδεολογικά δεν είναι μέρος του «Εμείς» και των «καλών».
Ο Τραμπ έδωσε φωνή και περηφάνεια σε μια ομάδα ανθρώπων που αποξενώθηκαν από τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού αλλά και από την αίσθηση μιας πολιτικής ορθότητας που δεν κατανοούσαν. Δυστυχώς αυτή η φωνή είναι ακραία συντηρητική και διεκδικεί στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης την συμβολική κυριαρχία ομάδων που επιθυμούν να ανακτήσουν τον έλεγχο επικρατώντας έναντι άλλων (βλ. πατριαρχία, εθνική καθαρότητα) και επιζητούν ένα «Εμείς» με σαφώς καθορισμένους ρόλους και άνισες σχέσεις.
Δεν είναι να απορούμε για το γιατί νίκησε στις εκλογές. Δεν είναι η στιγμή να αμφισβητηθεί το δικαίωμα αυτού του κόσμου να εκφραστεί θεωρώντας ότι πλήττουν τη Δημοκρατία. Είναι η στιγμή να μιλήσουμε για τις πολιτικές που ώθησαν και ωθούν στην απόγνωση και στο ερώτημα «τι έκανε η Δημοκρατία για μένα που η ακρίβεια με πλήττει καίρια, που δεν μπορώ να βάλω θέρμανση, που μου παίρνουν το σπίτι, που τα παιδιά μου ή σκοτώνονται στα τρένα ή μεταναστεύουν;».
Αυτό που συμβαίνει στην Αμερική δεν είναι μάλλον ιδιότυπο χαρακτηριστικό των Αμερικανών, είναι η συνθήκη των φιλελεύθερων κοινωνιών του δυτικού κόσμου. Είναι η στιγμή να δούμε τις βαθύτερες αιτίες που ωθούν ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου σε αυτές τις επιλογές και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, και να δράσουμε ενάντια στη συστημική ανισότητα.