Για να σεβαστείς τα όρια του άλλου, πρέπει πρωτα απ’ όλα να τα γνωρίζεις. Και για τα περισσότερα -δυστυχώς- δεν έχουμε ιδέα.
Ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να κατανοήσουν τα παιδιά τον κόσμο είναι να λύνουμε τις απορίες τους. Να αποκτούν ένα αφήγημα. Για τα πάντα. Από λέξεις, τροφές, αντικείμενα έως φαινόμενα.
Τι γίνεται όμως, όταν οι ενήλικες δεν ξέρουμε πραγματικά τι είναι βία; Όταν διακρίνουμε ως βία μόνο το πικ (το ξέσπασμα) και τίποτα από όσα μεσολαβούν έως αυτό;
Είστε σίγουροι πως ξέρετε τι είναι βία;
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται έως την ηλικία των 25 ετών. Τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής και η εφηβεία είναι οι δυο πιο σημαντικές περίοδοι για αυτήν την ανάπτυξη. Ανάλογα με το πόσο ασχολούμαστε με τη φροντίδα των παιδιών σε αυτές τις κρίσιμες φάσεις -τη συναισθηματική ασφάλεια που παρέχουμε-, διαμορφώνουμε τη ψυχική υγεία τους, για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Αν έχετε χρόνο, ακούστε τι έχει να πει μια κλινική κοινωνιολόγος και ψυχαναλύτρια.
Τι γίνεται όμως, όταν πρέπει να εξηγήσουμε ένα φαινόμενο που φαίνεται πως δεν έχουμε κατανοήσει εμείς οι ίδιοι;
Πώς μπορεί να διαχειριστεί ένας γονιός τη βία ανηλίκων, όταν ο ίδιος προβαίνει καθημερινά σε βίαιες πράξεις, αγνοώντας τη φύση τους;
Κάπως έτσι το NEWS 24/7 απευθύνθηκε στη Δρ Δανάη Δεληγιώργη, ψυχοπαιδαγωγό κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξης, επιστημονικά υπεύθυνη προγραμμάτων εκπαίδευσης χαρισματικότητας. Αφορμή για αυτήν την επικοινωνία ήταν όσα είπε στην εκπομπή Στούντιο 4 της ΕΡΤ.
Όπως;
Υπάρχουν τρεις τρόποι που μαθαίνουν οι άνθρωποι: η φυσική συνέπεια, η λογική συνέπεια και οι συνέπειες που επιβάλλονται (γνωστές ως τιμωρία). Η κυβέρνηση πέρασε κατ’ ευθείαν στο Νο3, κατά την προσφιλή της τακτική. Οι γονείς οφείλουν να το πάρουν από την αρχή.
Μεταξύ όσων επισήμανε η Δρ Δεληγιώργη ήταν πως η βία χτίζεται μέσα στα χρόνια, όπως φαίνεται από τις κοινωνίες και τα παιδιά, ο θυμός δεν δικαιολογεί τη βία, κανένα συναίσθημα δεν συνεπάγεται βία και ό,τι βλέπουμε τώρα συνέβαινε πάντα, ίσως και σε χειρότερη μορφή.
Παλαιότερα όμως, δεν το μαθαίναμε. Τώρα που το μαθαίνουμε «έχουμε προσδιορίσει τα συμβάντα ως βίαια και επιτέλους μιλάμε για αυτά».
«Κάποτε τους λέγαμε εμείς πως αυτό είναι βία και μας απέρριπταν, λέγοντας “Παιδιά είναι. Πώς κάνεις έτσι; Σιγά”. Αν μη τι άλλο, το γεγονός ότι τώρα τα καταθέτουν, έρχονται γονείς, πάνε τα παιδιά σε ψυχολόγους, είναι βήμα προς τα εμπρός».
Βέβαια, οι γονείς των θυτών σπάνια αποδέχονται πως τα παιδιά τους έκαναν χρήση βίας. Συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τις πράξεις, ως διεκδίκηση δικαιωμάτων. «Για να τις αναγνωρίσουν ως βία, θα πρέπει να αποδεχθούν πως έκαναν κάτι λάθος. Να δουν ποιος έμαθε και πώς έμαθε το παιδί να διεκδικεί κατ’ αυτόν τον τρόπο –κάπως το είδαμε, κάπως δράσαμε, κάτι χρειάζεται να κάνουμε».
Πάμε λοιπόν, να δούμε πού έχουν να μοιάσουν τα παιδιά, μέσω των διαφόρων μορφών βίας, τα όρια των οποίων παραβιάζουμε καθημερινά πολλάκις.
Όλοι μας.
Μηδενός εξαιρουμένου.
Απλά (;) δεν ξέρουμε πως πρόκειται για βία.
ΟΙ ΟΚΤΩ ΤΥΠΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΠΟΥ ‘ΒΙΑΖΟΥΜΕ’ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
Για να αποδομήσεις τη βία, πρώτα πρέπει να κατανοήσεις το φαινόμενο. Αυτό δεν γίνεται δίχως να το γνωρίσεις. Η ειδικός διευκρινίζει στο NEWS 24/7 πως «οι βασικοί τύποι προσωπικών ορίων είναι οκτώ. Περιλαμβάνουν τα φυσικά, συναισθηματικά, διανοητικά, σεξουαλικά, υλικά, οικονομικά, χρονικά και κοινωνικά όρια.
Κάθε ένας από αυτούς τους τύπους εξυπηρετεί διαφορετικούς ρόλους στη διαχείριση των διαπροσωπικών σχέσεων και την προστασία της δικής μας ευημερίας».
Ακολουθούν παραδείγματα παραβίασης για κάθε τύπο προσωπικού ορίου.
1. Φυσικά Όρια
«Αφορούν τον προσωπικό μας χώρο και την σωματική επαφή, ορίζοντας πόσο κοντά μπορούν να πλησιάζουν οι άλλοι το σώμα ή την ιδιοκτησία μας».
α) Στεκόμαστε πολύ κοντά σε κάποιον: Η εισβολή στον προσωπικό χώρο κάποιου με το να στεκόμαστε πολύ κοντά κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας ή σε μια ουρά, μπορεί να κάνει το άλλο άτομο να νιώθει πίεση ή άβολα.
β) Προβαίνουμε σε ανεπιθύμητη σωματική επαφή: Το να αγγίζουμε κάποιον χωρίς την άδειά του, όπως να ακουμπάμε το χέρι του ή να τον χτυπάμε στον ώμο ή να τον αγκαλιάζουμε όταν φαίνεται πως δεν νιώθει άνετα ή να αγγίζουμε τα μαλλιά και τα ρούχα του, χωρίς να ρωτάμε είναι παραβίαση, ακόμα και αν η πρόθεση είναι ακίνδυνη.
γ) Πέφτουμε επανειλημμένα πάνω σε κάποιον: Σε πολυσύχναστους χώρους όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς ή τα ασανσέρ, μπορεί να συμβεί κατά λάθος να πέσουμε πάνω σε κάποιον. Όταν όμως, συμβαίνει αυτό επανειλημμένα χωρίς να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε τη θέση μας, ξεπερνά το όριο.
δ) Παίρνουμε ή χρησιμοποιούμε τα πράγματα άλλου, χωρίς να ρωτήσουμε: Τα φυσικά όρια δεν αφορούν μόνο τον προσωπικό χώρο. Το να αρπάξουμε το τηλέφωνο, το στυλό ή άλλο αντικείμενο που ανήκει σε άλλον χωρίς να ρωτήσουμε, είναι παράβαση.
ε) Κάνουμε υπερβολικές σωματικές χειρονομίες, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας: Μερικοί άνθρωποι μπορεί να θεωρήσουν ενοχλητικές χειρονομίες όπως το high five, ένα χτύπημα στην πλάτη ή παιχνιδιάρικα χτυπήματα, ειδικά αν η σχέση δεν είναι αρκετά στενή ώστε να δικαιολογεί μια τέτοια επαφή.
2. Συναισθηματικά Όρια
«Μας βοηθούν να ρυθμίζουμε την συναισθηματική μας ενέργεια, οριοθετώντας πόσο συναισθηματικό βάρος ή επιρροή αποδεχόμαστε από τους άλλους. Στόχος είναι η προστασία των συναισθημάτων και της ψυχικής μας ευεξίας».
α) Δίνουμε ανεπιθύμητες συμβουλές: Η παροχή συμβουλών ή απόψεων για προσωπικά ζητήματα κάποιου χωρίς να μας το έχει ζητήσει, ξεπερνάει τα συναισθηματικά όρια, καθώς μπορεί να υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού για την ικανότητά τους να χειρίζονται τη ζωή τους.
β) Απορρίπτουμε τα συναισθήματα άλλων: Το να λέμε σε κάποιον ότι αντιδρά υπερβολικά ή να ακυρώνουμε αυτό που λέει πως νιώθει με φράσεις όπως «δεν είναι τόσο μεγάλο θέμα», «Είσαι πολύ ευαίσθητος», αγνοεί τη συναισθηματική του εμπειρία.
γ) Γινόμαστε αδιάκριτοι: Το να κάνουμε ενοχλητικές ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή κάποιου, όπως τα οικονομικά του, τα προβλήματα σχέσεων ή την ψυχική του υγεία, όταν δεν μας έχει ανοιχτεί.
δ) «Πετάμε» τα συναισθήματά μας πάνω σε άλλους: Το να εκτονώνουμε ή να ξεφορτωνόμαστε συνεχώς τους συναισθηματικούς μας αγώνες σε κάποιον, χωρίς να σκεφτούμε αν είναι έτοιμος ή σε θέση να το χειριστεί. Τους πετάμε τα βάρη μας χωρίς τη συγκατάθεση τους.
ε) Δημιουργούμε ενοχές: Το να χειραγωγούμε τα συναισθήματα άλλου ανθρώπου, να προσπαθούμε να κάνουμε κάποιον να νιώσει ένοχος ή υπεύθυνος για τα συναισθήματά μας, με φράσεις όπως «αν σε ένοιαζε πραγματικά, θα το έκανες αυτό για μένα». Ένα άλλο παράδειγμα είναι να κατηγορούμε άλλους για τα συναισθήματά μας («εσύ με έκανες να νιώθω έτσι»).
στ) Πιέζουμε άλλους να μοιραστούν κάτι μαζί μας: Όλοι μιλάμε ανοιχτά για όσα νιώθουμε ή τα προσωπικά μας ζητήματα όταν είμαστε έτοιμοι ή/και πρόθυμοι. Όταν κάποιος πιέζει τις καταστάσεις, νιώθουμε δυσφορία.
ζ) Κριτικάρουμε ή χλευάζουμε προσωπικές πεποιθήσεις: Η χλεύη ή η υποτίμηση των βαθιά ριζωμένων αξιών, απόψεων ή προτιμήσεων κάποιου, ειδικά μπροστά σε άλλους παραβλέπει το δικαίωμα που έχει στα ‘πιστεύω’ του.
η) Κάνουμε υπερβολική αναφορά σε ό,τι μας αφορά: Η πολύ γρήγορη κοινή χρήση προσωπικών ή συναισθηματικών λεπτομερειών για τη ζωή μας, ειδικά σε νέες ή επαγγελματικές σχέσεις, μπορεί να κατακλύσει το άλλο άτομο και να το αναγκάσει να διαχειριστεί κάτι για το οποίο δεν είναι προετοιμασμένο.
θ) Προσπαθούμε να διορθώσουμε τα προβλήματα άλλων: Όταν κάποιος μας λέει ένα πρόβλημα που έχει κι εμείς αντί να προσφέρουμε υποστήριξη ή ενσυναίσθηση, αρχίζουμε να δίνουμε λύσεις (χωρίς να μας της έχει ζητήσει) είναι παραβίαση. Μπορεί το άτομο αυτό απλά να θέλει κάποιον να τον ακούσει.
«Αφορούν τον σεβασμό για τις ιδέες και τις σκέψεις μας, εξασφαλίζοντας ότι οι διαφορετικές απόψεις συζητούνται με σεβασμό, χωρίς προσβολές ή υποβάθμιση».
α) Απορρίπτουμε τις ιδέες άλλων: Το να αγνοούμε ή να υποτιμάμε τις σκέψεις ή τις προτάσεις κάποιου σε μια συνομιλία ή μια συνάντηση («αυτή είναι μια ηλίθια ιδέα» ή «Αυτό δεν θα λειτουργήσει»). Παραβίαση είναι και να χλευάζουμε ή να γελοιοποιούμε πεποιθήσεις και απόψεις άλλων σε μια συζήτηση και δη όταν διαφέρουν από τις δικές μας.
β) Επίβαλουμε τις απόψεις μας σε άλλους: Το να επιμένεις ότι η άποψή σου είναι η μόνη σωστή και να προσπαθείς να αναγκάσεις τους άλλους να συμφωνήσουν μαζί σου, χωρίς να τους επιτρέψεις την ελευθερία να έχουν τις δικές τους απόψεις.
γ) Υποτιμάμε τους άλλους: Μιλώντας σε κάποιον με συγκαταβατικό ή υποστηρικτικό τρόπο, υπονοώντας ότι η πνευματική του ικανότητα ή γνώση είναι κατώτερη της δικής μας. Παραβιάζουμε το όριο και όταν ενεργούμε σαν να λέμε πως η εκπαίδευση, η εμπειρία η τεχνογνωσία μας, κάνει τις δικές μας ιδέες καλύτερες των άλλων.
δ) Ακυρώνουμε της οπτικής γωνίας κάποιου: Το να πεις σε κάποιον πως οι απόψεις, οι σκέψεις ή οι εμπειρίες του είναι λανθασμένες ή άσχετες («Δεν ξέρεις για τι μιλάς», «Αυτό δεν είναι σημαντικό»).
ε) Κλέβουμε ιδέες: Το να παρουσιάζουμε ως δική μας τη δουλειά ή τις ιδέες άλλου στον επαγγελματικό χώρο, χωρίς να αποδίδουμε τα εύσημα.
στ) Δεν αφήνουμε κάποιον να μιλήσει: Το να διακόπτουμε συνεχώς κάποιον ενώ μιλάει ή να μην του επιτρέπουμε να ολοκληρώσει τις σκέψεις του.
4. Σεξουαλικά Όρια
«Ορίζουν τους κανόνες συναίνεσης, ιδιωτικότητας και σεβασμού στις σεξουαλικές μας αλληλεπιδράσεις».
α) Κάνουμε ανεπιθύμητες σεξουαλικές προβολές: Το να κάνουμε σεξουαλικά σχόλια, χειρονομίες ή προτάσεις προς κάποιον που δεν μας έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται ή έχει δηλώσει ρητά πως δεν ενδιαφέρεται.
β) Σχολιάζουμε ακατάλληλα και αφήνουμε υπονοούμενα: Το να κάνουμε σεξουαλικά σχόλια ή να αφήνουμε σχετικά υπονοούμενα για την εμφάνιση, το σώμα ή τα ρούχα κάποιου χωρίς τη συγκατάθεσή του ξεπερνά τα όρια, ειδικά σε επαγγελματικά ή περιστασιακά περιβάλλοντα.
γ) Ακουμπάμε κάποιον, χωρίς συγκατάθεση: Οποιαδήποτε μορφή σωματικής επαφή με σεξουαλικό ή οικείο τρόπο χωρίς τη σαφή συγκατάθεσή του άλλου ατόμου, αποτελεί παραβίαση.
δ) Παρενοχλούμε σεξουαλικά: Συμπεριφορές όπως το να κάνουμε σεξουαλικά σχόλια, να καλούμε κάποιον επανειλημμένα σε ραντεβού αφότου μας έχει πει ‘όχι’ ή το να στέλνουμε ακατάλληλα μηνύματα (κείμενα, email) στο χώρο εργασίας.
ε) Αγνοούμε τη συγκατάθεση: Η συνέχιση οποιασδήποτε μορφής σεξουαλικής δραστηριότητας, αφού κάποιος έχει πει όχι, έχει δείξει ενόχληση ή δεν μπορεί να δώσει τη συγκατάθεση του (λόγω μέθης ή απώλειας των αισθήσεων).
στ) Κοινοποιούμε σεξουαλικό περιεχόμενο χωρίς συναίνεση: Η αποστολή ανεπιθύμητων σεξουαλικών εικόνων, βίντεο ή μηνυμάτων σε κάποιον (π.χ. “sexting” χωρίς τη συγκατάθεσή του).
ζ) Υποθέτουμε πως υπάρχει συγκατάθεση, όταν υπάρχει σχέση: Ακριβώς επειδή κάποιος είναι σε σχέση ή έχει προηγουμένως συναινέσει σε σεξουαλική δραστηριότητα δεν σημαίνει ότι είναι ες αεί πρόθυμο.
η) Υποθέτουμε τις σεξουαλικές προτιμήσεις κάποιου: Το να υποθέτουμε πως κάποιος είναι ανοιχτός σε ορισμένες σεξουαλικές δραστηριότητες με βάση την εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή τον τρόπο ζωής του, χωρίς να το επιβεβαιώσει πρώτα μαζί του, είναι επεμβατικό και ακατάλληλο.
θ) Πιέζουμε ή εξαναγκάζουμε: Όταν πιέζουμε κάποιον να συμμετάσχει σε σεξουαλικές δραστηριότητες ή τον χειραγωγούμε ή τον κάνουμε να νιώθει ενοχές προκειμένου να συμμορφωθεί με τις δικές μας σεξουαλικές επιθυμίες.
5. Υλικά Όρια
«Επικεντρώνονται στον τρόπο που μοιράζονται τα υπάρχοντα και οι οικονομικοί πόροι μας, διασφαλίζοντας ότι δεν γίνεται κατάχρηση ή εκμετάλλευση και άρα δεν θα οδηγηθούμε σε αισθήματα εκμετάλλευσης και δυσφορίας».
α) Χρησιμοποιούμε προσωπικά αντικείμενα άλλου χωρίς άδεια: Ο δανεισμός αντικειμένων όπως ρούχα, gadget ή εργαλεία (έστω ένα στυλό) χωρίς να τα ζητήσουμε προηγουμένως και ειδικά, εάν δεν τα επιστρέφουμε στην κατάσταση στα οποία ήταν όταν τα πήραμε.
β) Καταστρέφουμε ή κάνουμε κακή χρήση της περιουσίας κάποιου: Η απρόσεκτη χρήση των πραγμάτων κάποιου ή η επιστροφή τους με ζημιές ή βρωμιές, χωρίς να προσφερθούμε να τα αντικαταστήσουμε ή να τα επισκευάσουμε ή να τα καθαρίσουμε.
γ) Χρησιμοποιούμε κοινόχρηστους χώρους ή αντικείμενα χωρίς να ρωτήσουμε: Σε κοινές καταστάσεις διαβίωσης, είναι η χρήση αντικειμένων όπως οικιακά είδη, είδη κουζίνας ή έπιπλα χωρίς να τα ζητάμε την άδεια. Παραβίαση είναι και η υπερβολική χρήση, χωρίς να συμβάλλουμε στη συντήρησή τους.
δ) Εξαναγκάζουμε κάποιον να μας δανείσει ή χαρίσει πράγματα: Ζητάμε κάτι από κάποιον. Όταν μας λέει ‘όχι’, το θέμα πρέπει να τελειώνει εκεί. Το να τον πιέζουμε να μοιραστεί τα υπάρχοντά του ή να μας δανείσει χρήματα ή αντικείμενα όταν νιώθει άβολα.
ε) Παραβιάζουμε προσωπικούς χώρους ή συμφωνηθέντα: Η είσοδος στον ιδιωτικό χώρο κάποιου, όπως το δωμάτιο, το αυτοκίνητο ή το σπίτι του, χωρίς να ζητήσουμε την άδεια του, ακόμα και αν πρόκειται για οικεία και στενή σχέση. Το ίδιο ισχύει και αν καταλάβουμε μεγαλύτερο χώρο από αυτόν που έχει συμφωνηθεί -σε συγκατοίκηση.
«Ο καθένας έχει διαφορετικά επίπεδα άνεσης και ικανότητας να μοιραστεί και να διαχειριστεί τα οικονομικά του, με τα συγκεκριμένα όρια να διασφαλίζουν πως δεν θα υπάρξει δυσφορία».
α) Kάνουμε επεμβατικές ερωτήσεις επί οικονομικών: Το να ρωτάμε κάποιον πόσα χρήματα βγάζει, τα χρέη του ή την οικονομική του κατάσταση με ενοχλητικό τρόπο.
β) Απαιτούμε να πληρώσει ο άλλος: Το να περιμένουμε συνεχώς από κάποιον να καλύψει λογαριασμούς, δείπνα ή κοινόχρηστα έξοδα χωρίς προηγούμενη συζήτηση ή αμοιβαία συναίνεση.
γ) Δανειζόμαστε χρήματα που δεν επιστρέφουμε -στην ώρα τους ή γενικά: Το να ζητάμε να δανειστούμε χρήματα από κάποιον και να μην είμαστε συνεπείς στην έγκαιρη αποπλήρωση δίχως να υπάρχει επικοινωνία. Ή το να γίνονται αγύριστα τα δανεικά.
δ) Eπιβάλλουμε σε κάποιον μια οικονομική ευθύνη: Πιέζουμε κάποιον να αναλάβει οικονομικές υποχρεώσεις με τις οποίες δεν αισθάνεται άνετα (π.χ. να συνυπογράψει ένα δάνειο, να πληρώσει για κάτι που δεν συμφώνησε ή να τον υποχρεώσουμε να πληρώσει για κοινές διακοπές).
ε) Γινόμαστε ανέντιμοι στις σχέσεις: Η απόκρυψη δαπανών, το ψέμα για χρέη ή η κακή διαχείριση των κοινών οικονομικών.
στ) Επικρίνουμε στις επιλογές δαπανών κάποιου: Το να ξεχυνόμαστε σε αυτόκλητες απόψεις ή κριτικές σχετικά με το πώς κάποιος επιλέγει να ξοδέψει τα χρήματά του («Γιατί ξοδέψατε τόσα πολλά σε αυτό;» ή «Θα έπρεπε να αποταμιεύετε αντί να το αγοράζετε»).
ζ) Επιβάλουμε τα κοινά οικονομικά: Στις σχέσεις, η ανάληψη κοινής οικονομικής ευθύνης ή πρόσβασης στα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία ενός εταίρου χρειάζεται σαφή επικοινωνία.
η) Απαιτούμε δώρα και οικονομικές συνεισφορές: Πιέζουμε κάποιον να μας κάνει δώρα ή να συνεισφέρει οικονομικά σε εκδηλώσεις (όπως γάμους, γενέθλια ή εράνους) χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη την οικονομική του ικανότητα.
7. Χρονικά Όρια
«Μας βοηθούν να διαχειριζόμαστε το χρόνο μας, αποφεύγοντας την υπερφόρτωση με υποχρεώσεις που μπορεί να μας εξαντλήσουν».
α) Καθυστερούμε πάντα: Η συνεχής αργοπορία σε συναντήσεις, ραντεβού ή κοινωνικές συγκεντρώσεις δείχνει πως δεν σεβόμαστε τον χρόνο των άλλων.
β) Κάνουμε «αρμένικη βίζιτα»: Η παραμονή για πολύ καιρό στο σπίτι κάποιου ή η παραμονή μετά τη λήξη μιας προγραμματισμένης συνάντησης ή εκδήλωσης, ιδιαίτερα όταν ο οικοδεσπότης δείχνει με όποιον τρόπο διαθέτει πως αισθάνεται άβολα.
γ) Αλλάζουμε τελευταία στιγμή τα σχέδια: Η ακύρωση ή ο επαναπρογραμματισμός σχεδίων την τελευταία στιγμή χωρίς ουσιαστικό λόγο.
δ) Υπερφορτώνουμε το πρόγραμμα κάποιου: Κάνουμε παράβαση όταν ζητάμε συνεχώς από κάποιον να ανταποκριθεί σε περισσότερες εργασίες, εκδηλώσεις ή κοινωνικές δεσμεύσεις όταν έχει ξεκαθαρίσει ότι είναι απασχολημένος ή ότι χρειάζεται προσωπικό χρόνο.
ε) Δεν προγραμματίζουμε εκ των προτέρων: Όταν ζητάμε συχνά χάρες ή εμφανιζόμαστε στο σπίτι κάποιου χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση δεν σεβόμαστε τις ανάγκες του άλλου για ξεκούραση, αυτοφροντίδα ή απλά για να είναι μόνος ώστε να αποφορτιστεί. Ακόμα και αν έχει ελεύθερο χρόνο, απαιτούμε να τον δώσει σε εμάς. Τα πράγματα είναι χειρότερα αν ξέρουμε πως δεν μπορεί να μας κακοκαρδίσει.
στ) Απαιτούμε άμεσες απαντήσεις και ανταποκρίσεις: Στέλνουμε συνεχώς μηνύματα, στέλνετε email ή τηλεφωνούμε σε κάποιον και περιμένουμε να απαντήσει άμεσα, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το δικό του πρόγραμμα. Ή θέλουμε να δούμε κάποιον, του λέμε πως θα είναι μόνο για 2 λεπτά, αλλά δεν νοιαζόμαστε αν θα έχει αυτά τα 2 λεπτά ή του προκαλούμε περαιτέρω πίεση.
«Ορίζουν τα όρια στις κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις, όπως συζητήσεις, κώδικες ένδυσης και κοινωνικές συμπεριφορές. Η καθιέρωση και διατήρηση αυτών των ορίων είναι ουσιώδης για την ανάπτυξη σεβαστών και υγιών σχέσεων, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο».
Στις προσωπικές συναναστροφές
α) ΤΜΙ (Τoo Much Information): Λέμε πάρα πολλά για τον εαυτό μας, περισσότερα από όσα μπορεί να αντέξει ο μέσος άνθρωπος και προκαλούμε δυσφορία. Γινόμαστε υπερβολικά οικείοι πολύ γρήγορα και δεν σταματάμε όταν βλέπουμε ότι ο άλλος δεν νιώθει άνετα.
β) Αγνοούμε τη γλώσσα του σώματος ή τον τόνο της φωνής ή όποιο άλλο σήμα μας στέλνει κάποιος πως τον κάνουμε να νιώθει άβολα ή θέλει να αλλάξει θέμα. Ιδιαίτερα όταν μιλάμε για αμφιλεγόμενα ιδιωτικά ή ευαίσθητα θέματα -όπως η πολιτική, η θρησκεία- σε ακατάλληλα περιβάλλοντα.
γ) Αυτοπροσκαλούμαστε σε εκδηλώσεις. Εξαναγκάζουμε κάποιον να παραβρεθεί σε event και να κοινωνικοποιηθεί, ενώ έχει πει πως δεν θέλει. Μονοπωλούμε τις συζητήσεις. Κουτσομπολεύουμε ανθρώπους που δεν είναι μπροστά μας. Δεν σεβόμαστε τι αρέσει στους άλλους -πχ θέλουν να παίξουν ένα παιχνίδι που δεν μας αρέσει και κάνουμε σαματά.
Στις σχέσεις
α) Απαιτούμε και επιδιώκουμε συνεχή επικοινωνία, με μπαράζ μηνυμάτων και τηλεφωνημάτων. Πιέζουμε τον/την σύντροφο να εκδηλώσει δημόσια τη στοργή του, ενώ έχει εκφράσει πως δεν αισθάνεται άνετα.
β) Αποφασίζουμε αποκλειστικά εμείς, για το τι θα κάνουμε με τον/την σύντροφο ή την παρέα μας -πού θα πάμε, με ποιους θα πάμε κ.α. Εμφανιζόμαστε από το πουθενά σε συνάντηση του/της συντρόφου με φίλους.
γ) Επικρίνουμε ή κοροϊδεύουμε κάποιον, δίκην αστείου, δημόσια.
«Είναι λοιπόν φανερό ότι παραβιάζουμε τα όρια των άλλων σε πολλές μικρές και μεγάλες στιγμές της καθημερινότητάς μας», εξηγεί η Δρ Δεληγιώργη. «Γι’ αυτό αν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία μας και το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά σε αυτήν, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε και να αλλάξουμε τη δική μας συμπεριφορά και να περιμένουμε μερικά χρόνια για να την δούμε να ανθίζει!».