Λίγες κυβερνήσεις έχουν απολαύσει στη νεότερη ιστορία μια συνθήκη ανάλογη με αυτή που απολαμβάνει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Και αυτό γιατί την ώρα που με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι από τις λιγότερο δημοφιλείς των τελευταίων δεκαετιών, με εντυπωσιακά υψηλά ποσοστά αρνητικών γνωμών και τον «Κανένα» να προηγείται διαρκώς του πρωθυπουργού ως προς την καταλληλότητα για το αξίωμα, εντούτοις είναι μια πανίσχυρη κυβέρνηση.
Είναι μια κυβέρνηση που μπορεί να περάσει όποιο μέτρο θέλει, που συχνά πολιτικές αποφάσεις της επί της ουσίας δεν συναντούν στιβαρό αντίλογο και σοβαρές αντιδράσεις και η οποία μεθοδεύει μια ριζική αλλαγή του κοινωνικού και θεσμικού τοπίου της χώρας χωρίς να κουνιέται φύλλο.
Και αυτό γιατί πολύ απλά η χώρα δεν έχει μείζονα αντιπολίτευση.
Προφανώς και έχει έναν αριθμό αντιπολιτευόμενων κομμάτων.
Αλλά αντιπολίτευση, με την έννοια μιας πολιτικής παράταξης που να μπορεί να αποτελεί μια δυνάμει εναλλακτική κυβερνητική λύση δεν έχει.
Ακόμη χειρότερα δεν έχει καν σαφώς έναν πολιτικό χώρο, έναν πολιτικό αστερισμό από όπου θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια ισχυρή αντιπολιτευτική δύναμη με τον χώρο που βρίσκεται στα αριστερά της κυβέρνησης να είναι σε τροχιά ταχείας αποδιάρθρωσης.
Το αποτέλεσμα είναι, εκτός των άλλων, να επέρχεται και μια αποκαρδίωση ακόμη και στα ίδια τα κοινωνικά κινήματα. Γιατί χάνεται κάθε διαλεκτική ανάμεσα σε κοινωνική αντιπολίτευση και πολιτική αντιπολίτευση, γιατί πολύ απλά αυτή τη στιγμή το κοινωνικό κόστος δεν μετατρέπεται σε πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Αυτό εξηγεί και ένα κλίμα διάχυτης αμηχανίας αλλά και απογοήτευσης και στην ίδια την κοινωνία. Γιατί ο πολίτης νιώθει πώς ό,τι και να κάνει – και κυρίως ό,τι και εάν ψηφίσει – τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
Και η αιτία γι’ αυτό δεν βρίσκεται απλώς στον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης. Σε τελική ανάλυση και άλλες τέτοιες ιστορικές στιγμές υπήρξαν, αλλά αντιπολίτευση γινόταν.
Μάλιστα, κάποιες φορές ήταν ακριβώς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα διαφορετικά αντιπολιτευτικά κόμματα που έκανε την αθροιστική αντιπολίτευση ακόμη πιο έντονη.
Τώρα έχουμε μία κατάσταση όπου στον ευρύτερο δημοκρατικό χώρο, όχι μόνο και τα δύο κόμματα ασχολούνται μόνο με τα εσωκομματικά τους, αλλά και το κάνουν με έναν τρόπο που δείχνει ότι έχουν έναν ιδιότυπο κομματικό ιδρυματισμό.
Δηλαδή, δεν μπορούν να σκεφτούν πια παρά μόνο με όρους εσωκομματικής διαπάλης και φραξιονισμού.
Παράγεται καθημερινά από αυτές τις εσωκομματικές «διεργασίες» ένας εντυπωσιακός όγκος ανακοινώσεων, δηλώσεων, διαρροών, «παρεμβάσεων», αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που καταλήγει να είναι απλώς επικοινωνιακός θόρυβος.
Προφανώς και κάποιος μπορεί να ασχοληθεί και να εξηγήσει τι μπορεί να σημαίνει η μία ή η άλλη καταστατική ερμηνεία στον ΣΥΡΙΖΑ ή η μία ή η άλλη αναδιατύπωση του ορισμού της κεντροαριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας από τις/τους υποψηφίους προέδρους του ΠΑΣΟΚ, όμως η κοινή διαπίστωση είναι: «Και ποιον ενδιαφέρουν;».
Γιατί μέσα σε όλα αυτά δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία σοβαρή πρόταση για το ποια μπορεί να είναι σήμερα μια εναλλακτική κυβερνητική πρόταση απέναντι στο μίγμα νεοφιλελευθερισμού και αυταρχισμού που προτείνει η κυβέρνηση.
Ακόμη χειρότερα: είναι σαφές ότι οι περισσότεροι προτιμούν να είναι καπετάνιοι ακόμη και σε ένα πλοίο που βυθίζεται, παρά να ενταχθούν σε μια συλλογική προσπάθεια για κάτι μεγαλύτερο.
Γι’ αυτό και κανένας δεν μιλάει για την ταμπακέρα: δηλαδή για το γεγονός ότι σήμερα τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν κλείσει τον κύκλο τους ως κόμματα που θα μπορούσαν αυτοτελώς να είναι κόμματα της εξουσίας και άρα η πραγματική φιλοδοξία όλων αυτών των υποψηφίων θα έπρεπε να είναι να ηγηθούν μιας σύγχρονης δημοκρατικής παράταξης και όχι απλώς των κομμάτων όπου ανήκουν και που δεν είναι δεδομένο ότι θα υπάρχουν και την επόμενη μέρα.
Είναι αυτή η απουσία οράματος, ευρύτερης οπτικής, στρατηγικής τοποθέτησης που στην πραγματικότητα δείχνει το πρόβλημα: άνθρωποι που ακόμη και όταν εμφανίζουν περίσσευμα φιλοδοξίας εντούτοις δεν έχουν καμία επίγνωση ιστορικής ευθύνης, γιατί πολύ απλά έχουν μάθει να απευθύνονται μόνο σε κομματικά ακροατήρια και να προσπαθούν να τα χειραγωγήσουν, όχι στην κοινωνία. Παραβλέποντας ότι ο πραγματικός ηγέτης πάντα στην ίδια την κοινωνία απευθύνεται και αυτήν έχει στο νου του, ακόμη και όταν μιλάει σε μια τοπική οργάνωση. Ενώ αντίθετα, στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ ακόμη και όταν μιλάνε στην κοινωνία είναι λες και απευθύνονται σε στενή κομματική σύσκεψη.
Και όλα αυτά το μόνο που κάνουν είναι να απομακρύνουν ακόμη περισσότερο ολόκληρα κοινωνικά κομμάτια από ένα ευρύτερο φάσμα προοδευτικών πολιτικών αναγνωρίσεων.
Και μην μου πείτε «ναι, αλλά το ΠΑΣΟΚ τουλάχιστον δείχνει να τσιμπάει λίγο στις δημοσκοπήσεις», γιατί αυτό είναι ο ορισμός του βλέπουμε το δέντρο και όχι το δάσος, γιατί μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην είναι σε διαδικασία διάλυσης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, παρά την καλύτερη οργανωτική του συγκρότηση, αυτή τη στιγμή σε κανένα βαθμό δεν μετασχηματίζεται σε κόμμα με προοπτική εξουσίας, παρά τον χώρο που του έχει παραχωρήσει η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα και εκ του αποτελέσματος μέρος του προβλήματος παραμένει.
Ενός προβλήματος που εάν στη μία όψη έχει τη μονοκρατορία της ΝΔ τη στιγμή της πραγματικής φθοράς και αποδοκιμασίας της, στην άλλη έχει την άνοδο της ακροδεξιάς.
Υπενθυμίζοντας πως όσο αυτοί που πρέπει δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, τα πράγματα απλώς μπορούν να γίνουν και χειρότερα.
in.gr