Η διαγραφή Σαλμά ήρθε να στείλει το μήνυμα ότι υπάρχουν όρια στην ανοχή απέναντι στην εντός Νέας Δημοκρατίας «δεξιά διαφωνία», ιδίως όταν αυτή φαίνεται να μην μένει μόνο σε αξιακά και ιδεολογικά ζητήματα, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών.
Φαινομενικά, με αυτή την κίνηση ο πρωθυπουργός δείχνει να τραβάει μια διαχωριστική γραμμή με ακροδεξιές λογικές και νοοτροπίες, ενώ ταυτόχρονα κάνει σαφές ότι δεν έχει πρόβλημα να συγκρουστεί μαζί τους.
Από την άλλη, μια ματιά στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνει ότι αυτή τη στιγμή η βασική απειλή για τη Νέα Δημοκρατία μέσα σε ένα τοπίο εντεινόμενης δυσαρέσκειας, με πυρήνα τα ζητήματα που αφορούν την ακρίβεια, αλλά και «ανοιχτές πληγές» όπως η υπονόμευση του ΕΣΥ, δεν προέρχεται από την ευρύτερη δημοκρατική παράταξη, αφού ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ είναι σε παρατεταμένη φάση εσωστρέφειας, αλλά από την ευρύτερη ακροδεξιά που είναι σε άνοδο.
Και αυτό έχει ήδη αντίκτυπο και στο πώς κινείται η Νέα Δημοκρατία.
Πέρσι, με αφορμή και το άγχος της κυβέρνησης για «καμπάνες» από τις Βρυξέλες σε ζητήματα «κράτους δικαίου», όλη η έμφαση δόθηκε στο να φανεί ένα «δικαιωματικό» πρόσωπο, με αποκορύφωμα την προώθηση – με τις πλάτες και τις ψήφους της αντιπολίτευσης – του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.
Όταν αποφεύχθηκε μια ιδιαίτερα αρνητική βαθμολογία από την Κομισιόν και ύστερα από την εμφανή αποδοκιμασία και της κυβέρνησης στις Ευρωεκλογές, το ενδιαφέρον στράφηκε προς τον περιορισμό των διαρροών προς τα δεξιά.
Αυτό ως ένα βαθμό γίνεται με μέτρα «κοινωνικής δικαιοσύνης», μια που, όπως όλοι σχολίασαν, το «καλάθι» της φετινής ΔΕΘ ήταν μάλλον μικρό, και κυρίως γίνεται με μια ρητορική και πολιτικές επιλογές που απηχούν και θέσεις της ακροδεξιάς.
Δεν είναι τυχαίο ότι έχει επανέλθει μια πιο σκληρή ρητορική για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό ή ότι συνεχίζεται η επένδυση σε μια λογική «νόμου και τάξης» μέσα από τη συνεχή αυστηροποίηση των ποινών. Και παρότι σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά παραμένει η πολιτική των «ήπιων τόνων», άλλωστε αυτή αναλογεί και στο πώς η Ελλάδα πολιτεύεται και εντός ΝΑΤΟ, εντούτοις κάθε ευκαιρία για υψηλούς τόνους απέναντι σε γειτονικές χώρες έχει αξιοποιηθεί, όπως έχει φανεί σε σχέση και με την Αλβανία και με τη Βόρεια Μακεδονία.
Όμως, το εύλογο ερώτημα που γεννάται είναι μήπως με αυτό τον τρόπο η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης απλώς ενισχύουν την ακροδεξιά, αφού ουσιαστικά νομιμοποιούν τη δική της ατζέντα; Σε τελική ανάλυση, δεν είδαμε σε όλη την Ευρώπη ότι όσο περισσότερο τα κεντροδεξιά κόμματα (ενίοτε ακόμη και τα κεντροαριστερά) υιοθετούσαν θέσεις της ακροδεξιάς, ήταν η τελευταία αυτή που ενισχυόταν;
Όντως η μέχρι σήμερα εμπειρία δείχνει ότι η επιλογή αυτή οδηγεί σε μια «κανονικοποίηση» της ακροδεξιάς που λειτουργεί προς όφελος της. Όμως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ταυτόχρονα ισχύει και κάτι άλλο, που ίσως σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και την ανάληψη αυτού του ρίσκου. Μπορεί στην Ευρώπη να φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις ότι τα «συστημικά κόμματα» προσπαθούν να ανακόψουν την ακροδεξιά, αλλά δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που φαίνεται πως αρχίζουν να βλέπουν την ακροδεξιά ακόμη και ως κυβερνητική δύναμη.
Δηλαδή, μπορεί να υπάρχει όλη η αγωνία για την άνοδο της AfD στη Γερμανία, πράγμα λογικό εάν σκεφτούμε την ανατριχίλα που φέρνει η ίδια η φράση «γερμανική ακροδεξιά», αλλά στη Γαλλία ο Μακρόν που πυροδότησε πολιτική κρίση με την απόφαση του για πρόωρες εκλογές με σκοπό υποτίθεται να ανακοπεί η άνοδος της ακροδεξιάς, στο τέλος έφτιαξε κυβέρνηση που στηρίζεται στην ανοχή της ακροδεξιάς για να αποφύγει να δώσει την κυβέρνηση στην αριστερά. Άλλωστε, ήδη στην Ιταλία πρωθυπουργός είναι η Μελόνι, στην Ουγγαρία παραμένει κυρίαρχος ο Όρμπαν, στην Φινλανδία η ακροδεξιά είναι τμήμα του κυβερνητικού συνασπισμού και στη Σουηδία στηρίζει την τρέχουσα κυβέρνηση. Την ίδια ώρα μια ματιά στο σημερινό συσχετισμό στο Ευρωκοινοβούλιο δείχνει ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα είναι πιο πιθανό να αναζητήσει συμμάχους προς τα δεξιά του.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια κατάσταση όπου τα περισσότερα κεντροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη είναι μάλλον έτοιμα να συμμαχήσουν με τμήματα της ακροδεξιάς, ιδίως εάν τα τελευταία είναι έτοιμα να δεχτούν πλευρές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, και δεν έχουν πρόβλημα να πάρουν πιο «σκληρές γραμμές» σε ζητήματα όπως η μετανάστευση ή η αστυνόμευση. Αυτό ισχύει επίσης ακόμη και για «κεντρώα» (πιο σωστά του «ακραίου κέντρου») κόμματα, όπως δείχνει το παράδειγμα του σχηματισμού γύρω από τον Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία.
Και μπορεί οι ευρωπαϊκές τάσεις να μην μεταφέρονται ποτέ με τρόπο μηχανικό στην Ελλάδα, είναι σαφές, όμως, ότι εάν η ΝΔ δει ότι χάνει τη δυνατότητα της αυτοδυναμίας (γιατί υπάρχουν όρια στο πόσο μπορεί ο εκλογικός νόμος να ευνοήσει ένα κόμμα) και με δεδομένο ότι προς το παρόν -δυστυχώς- δεν φαίνεται εφικτό να υπάρξει «αντίπαλο δέος» από τα αριστερά της, τότε θα μπορούσε να στραφεί προς την ακροδεξιά για να βρει στηρίγματα, πάνω σε ένα έδαφος που θα έχει προλειανθεί από τώρα.
Κατασκευάζει έναν χρήσιμο… εχθρό. Χρήσιμος εάν ο φόβος για αυτόν ενισχύσει τη συσπείρωση γύρω από την ΝΔ, χρήσιμος όμως και αν απαιτηθεί συμμαχία.
Βεβαίως, όλα αυτά προϋποθέτουν ότι θα είναι η ΝΔ που θα επιβάλει όρους στην ακροδεξιά, δίνοντας ως αντάλλαγμα μερίδιο στην εξουσία.
Γιατί με τη διολίσθηση της πολιτικής συζήτησης προς τα δεξιά με συμβολή ενίοτε και πρωτοβουλία της κυβέρνησης, με την κρίση του δημοκρατικού χώρου να βαθαίνει, με τη δυσαρέσκεια στην κοινωνία να αυξάνεται παράλληλα με τον αποπροσανατολισμό ιδίως των λαϊκών στρωμάτων, είναι πιθανό στο τέλος να είναι η ακροδεξιά που θα επιβάλει όρους στη ΝΔ και όχι το αντίθετο…
in.gr