Ένα μικρό κομβόι αυτοκινήτων πέφτει σε ένοπλη ενέδρα σ’ έναν αγροτικό δρόμο στην επαρχία της Κάουκα. Ο μόνος μάρτυρας του μακελειού είναι ένα νεαρό αγόρι.
“Θυμάμαι που σκέφτηκα: Αυτή η κωλοχώρα στην οποία είχα την ατυχία να γεννηθώ, είναι ένα πεδίο εκτελέσεων, μια αίθουσα βασανιστηρίων, μια μηχανική πρέσα που ξεκοιλιάζει τους αγρότες, τους αυτόχθονες, τους μιγάδες και τους μαύρους. Δηλαδή, τους φτωχούς. Οι πλούσιοι, αντίθετα, είναι θεοί εξ ορισμού. Κληρονομούν περιουσίες και ονόματα, δεν δίνουν δεκάρα για τη χώρα και την απαξιώνουν. Πίσω από τα κομψά ονοματεπώνυμα τι υπάρχει; Ένας απατεώνας προπάππος, ένας δολοφόνος προπάππος. Ληστές των πόρων και της γης”.
Η Χουάνα, η γραμματέας που ξέρει από όπλα ζει σε έναν τόπο “διεστραμμένο” όπως τον αποκαλεί, που βρίσκεται σε “μπάσταρδων χέρια”. Μεγάλωσε με μία σκέψη. Πώς θα αλλάξει μια “αρρωστημένη” πατρίδα, ακόμη και με τον δύσκολο τρόπο. Πλάι στη Χουάνα είναι η Χουλιέτα, μαχόμενη δημοσιογράφος στο έγκλημα αλλά και βουτηγμένη στο αλκοόλ. Η Κολομβία έχει μπόλικο έγκλημα. Σύμφωνα με την ίδια τη Χουλιέτα, κανένας δεν σκοτώνει με τον ίδιο τρόπο, γιατί ακόμη και αυτό ενέχει κάτι πολύ προσωπικό που μας καθορίζει, όπως συμβαίνει και με την τέχνη.

Ο Santiago Gamboa έχει συγκριθεί από πολλούς με τον Garcia Marquez και τον Roberto Bolano, και καθόλου άδικα. Στο έργο του “Η νύχτα θα είναι μεγάλη” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα, χτίζει ένα μυστήριο μέσα σε ένα δαιδαλώδες περιβάλλον βίας, διαφθοράς, δολοπλοκιών, αλλά και πάλης των τάξεων. Η ζωή των ιθαγενών και η δυναμική της Εκκλησίας, είναι στοιχεία που αποτελούν παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται σχεδόν τα πάντα εδώ.
Μέσα από τη “φωνή” του αφηγητή, περιγράφει γλαφυρά τους χαρακτήρες, εξιστορεί το καλοδομημένο σενάριό του, αλλά και παίρνει θέση, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με τρόπο σκληρό. Παράλληλα, παραθέτει ρεαλιστικά στοιχεία για την Κολομβία, κάνοντας αναδρομές αλλά και συνδέσεις με το τώρα. Σε κάθε περίπτωση, το κείμενό του δύσκολα μπορεί να μπει στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου είδους.
Κεντρικοί ήρωες είναι ένας πιτσιρίκος που γίνεται μάρτυρας μιας αιματηρής ενέδρας με την οποία εκκινούν οι πρώτες σελίδες, η Χουάνα και η Χουλιέτα που αναφέραμε παραπάνω, ένας πεισματικά αδέκαστος εισαγγελέας και πολλοί πρωταγωνιστές που ξεπηδούν σταδιακά μέσα από τα κεφάλαια του βιβλίου.
Η υπόθεση:
“Ένα μικρό κομβόι αυτοκινήτων πέφτει σε ένοπλη ενέδρα σ’ έναν αγροτικό δρόμο στην επαρχία της Κάουκα.
Ο μόνος μάρτυρας του μακελειού είναι ένα νεαρό αγόρι.
Λίγο αργότερα στο σημείο της σύγκρουσης όλα τα ίχνη έχουν εξαφανιστεί -από τα χτυπημένα αυτοκίνητα και τα πτώματα μέχρι τον τελευταίο κάλυκα.
Είναι λες και τίποτε δεν συνέβη ποτέ εκεί.
Μια ανώνυμη καταγγελία γίνεται αιτία να ξεκινήσει η έρευνα.
Ένας εισαγγελέας, μια τολμηρή δημοσιογράφος και η βοηθός της αναζητούν με κάθε κόστος την αλήθεια.
Αλλά κανένα στόμα δεν ανοίγει και σ’ αυτή την περιοχή, ένα από τα μεγαλύτερα «θερμοκήπια βίας» στην Κολομβία, οι δράστες θα μπορούσαν να είναι πολλοί: αντιφρονούντες, συμμορίες, ο στρατός.
Ή ίσως οι εκκλησίες, που ανταγωνίζονται λυσσαλέα για την επικράτηση στη σημερινή Κολομβία…”.
Η γραφή του Gamboa είναι ζωντανή, αλλά όχι απλοϊκή και ο ρυθμός γρήγορος, ειδικά στα σημεία της δράσης. Ο αναγνώστης πρακτικά έχει την εντύπωση πως όσο πιο “βαθιά” προχωράει στην ιστορία του αφηγήματος, τόσο πιο βαθιά βαδίζει και στην ιστορία της ίδιας της Κολομβίας.
Θα έλεγε κανείς πως ο Gamboa έγραψε ένα μυθιστόρημα που την ίδια στιγμή λειτουργεί ως γράμμα αγάπης προς την πατρίδα του, αλλά και ως δριμύ “κατηγορώ” για όσα την έχουν ματώσει και την πληγώνουν ξανά και ξανά. Μέσα σε αυτό το δίκτυο αίματος εισχωρούν οι τρεις πρωταγωνιστές, διερευνώντας κάτι που υπό άλλες συνθήκες, θα έμενε στο σκοτάδι. Η διαφορά είναι πως στο βιβλίο “Η νύχτα θα είναι μεγάλη”, ο Μεγάλος Κακός δεν είναι οι δυνάμεις του FARC, οι ναρκέμποροι, οι αλλοτινοί συνεργάτες του Εσκομπάρ και οι εν γένει συμμορίες, παρά το γεγονός ότι όλοι αυτοί εμφανίζονται όταν έρχεται η σειρά τους. Ο Μεγάλος Κακός εδώ, είναι η Εκκλησία, ή για την ακρίβεια, κάποιοι συγκεκριμένοι σκιεροί αρχιερείς που δρουν ως φορείς εξουσίας.

“Μην ξεχνάτε”, λέει ένας πάστορας υπερασπιζόμενος τον αριθμό των σωματοφυλάκων που έχει, “αυτή η χώρα είναι μοναδική στον κόσμο: παράγει τόσο σημαντικούς ανθρώπους, όσο και τους δολοφόνους τους”.
Αυτό που έχει όμως μεγαλύτερη σημασία, είναι το ότι οι αποκαλύψεις που κάνουν η Χουλιέτα και η Χουάνα, αποτυπώνουν τη σύγχρονη εικόνα της Κολομβίας, οι οποίες θυμίζουν και “δικές” μας καταστάσεις, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Το πρόσφατο συνδικάτο των εκβιαστών για παράδειγμα στο οποίο εμπλέκονταν και εν ενεργεία η σε αποστρατεία ένστολοι, θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο του Santiago Gamboa. Με λιγότερα όπλα, αλλά με όμοια αδιέξοδα και θολά σημεία.
Παρά το δαιδαλώδες περιβάλλον του, το βιβλίο του Gamboa είναι εύκολα κατανοητό δομικά, μιας και τα περισσότερα “τόξα πλοκής” του είναι σχεδόν αυτοτελή, ενώ οι διάλογοι είναι άφθονοι και έξυπνοι, κάνοντας τον αναγνώστη να παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις. Μπορεί επίσης να μιλάει για εγκλήματα, ωστόσο ο τόνος του είναι ανάλαφρος, και διαφοροποιείται μέσα από τον τρόπο που τοποθετούνται οι διαφορετικοί ήρωές του. Εκείνος, από κάπου “ψηλά”, αφηγείται, σχολιάζοντας αλλά και “χαζεύοντας” με ενδιαφέρον τα πεπραγμένα του ίδιου του του έργου.
Από την άλλη, ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως οι κεντρικές ηρωίδες είναι γένους θηλυκού, δίνοντας τον δικό τους αγώνα μέσα σε μια σκληρή, εντελώς πατριαρχική κοινωνία. Και προφανώς, αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία.
Το βιβλίο “Η νύχτα θα είναι μεγάλη” μοιάζει κοντολογίς να έχει γραφτεί για την Κολομβία, αλλά και όχι μόνο για αυτή.
Μοιάζει να έχει γραφτεί για τα συμφέροντα και τα ψέματα που αποτελούν διεθνή πρακτική πολιτικής, για την δυσκολία του να είσαι άνθρωπος με ήθος και αρχές μέσα σε ένα άδικο τοπίο, για τους καθημερινούς αγώνες και τα διλήμματα που επιφέρουν, για το παρελθόν που επαναλαμβάνεται πάνω μας ως φάρσα, αλλά και για εκείνες τις συνθήκες που αναγκάζουν κάποιους καλούς ανθρώπους να κάνουν πράγματα που δεν είναι και τόσο καλά.
“Η αλήθεια είναι απλώς η αντίληψή μας για την αλήθεια” λέει και αποδέχεται στο τέλος η Χουλιέτα, όχι ως προσωπική της ήττα αλλά ως κυνική εξομολόγηση σε έναν πληγωμένο εαυτό. Ο Gamboa αναδεικνύει με ευστοχία πως το πιο βασικό δεν είναι το “τι έγινε”, αλλά το “πώς” και το “γιατί”, παράγοντες που μεταξύ τους μπορούν να είναι διαμετρικά αντίθετοι και διαφορετικοί. Βάζει τον αναγνώστη στη βολική θέση της παρακολούθησης μιας “χολιγουντιανής” δράσης που θυμίζει Narcos, αλλά ταυτόχρονα τον θέτει και στην άβολη θέση του προβληματισμού. Για να καταλήξει στο τέλος πως ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο, το μόνο που μπορεί να διατηρήσει την ισορροπία της ελπίδας, είναι η αλληλεγγύη και το απλωμένο χέρι προς αυτόν που αδικείται εις γνώσιν του, αλλά και χωρίς να το μάθει ποτέ. Είτε είναι δημοσιογράφος, υπέρμαχος της αλήθειας, είτε είναι ιθαγενής χωρίς σπίτι, είτε είναι πρόσφυγας και μετανάστης, είτε είναι απλώς, φτωχός.
Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.