Αργά το βράδυ της Τρίτης (ώρα Αμερικής) ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίστηκε προ του αλαλάζοντος κοινού του στη Φλόριντα για τα επινίκια ενός εκλογικού θριάμβου που ελάχιστοι ανέμεναν. Καλά-καλά ούτε ο 47ος Πρόεδρος (και ταυτόχρονα 45ος) δεν μπορούσε να συνειδητοποίησε το μέγεθος μιας πρωτοφανούς -για τα σύγχρονα ιστορικά δεδομένα της χώρας- επιτυχίας.
Ο Τραμπ ετοιμαζόταν επί μέρες, με βάση αναφορές των ΜΜΕ, να καταγγείλει νοθεία σε περίπτωση που το αποτέλεσμα «στράβωνε», και εν τέλει βρέθηκε να κερδίζει άνετα, χωρίς καν να χρειαστεί να περιμένει τα αποτελέσματα σε Πολιτείες όπως η Αριζόνα και η Νεβάδα.
Έγινε, έτσι, ο πρώτος Ρεπουμπλικανός Πρόεδρος που κερδίζει τη λαϊκή ψήφο εδώ και 20 χρόνια (τελευταίος ήταν ο Μπους το 2004), και μάλιστα με διαφορά πολλών εκατομμυρίων ψήφων.
Ακόμα και το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει εξάλλου αποφανθεί πως ο Πρόεδρος «κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των επίσημων καθηκόντων του» δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμούς.
Πώς εξηγείται ο θρίαμβος του Τραμπ
Είναι σαφές πως ο Τραμπ κατάφερε να πείσει τους περισσότερους Αμερικανούς πως η δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται (φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού αυξάνονται παρότι οι αριθμοί για την αμερικανική οικονομία εν συνόλω ευημερούν), αλλά και η διαδεδομένη αίσθηση ανασφάλειας (μεταναστευτικό και εγκληματικότητα παραμένουν ψηλά στις ανησυχίες των πολιτών) είναι αποτέλεσμα κυβερνητικής πολιτικής, άρα μια απευκταία κατάσταση για την οποία την κύρια ευθύνη φέρει ο Πρόεδρος (και, κατά συνέπεια και η Αντιπρόεδρος του).
Πιο συγκεκριμένα, ο υψηλότατος πληθωρισμός που βίωσαν οι Αμερικανοί από το 2021 και μετά (και ο οποίος έχει αρχίσει να αποκλιμακώνεται εδώ και λίγους μόνο μήνες), αλλά και οι εικόνες μαζικής εισόδου ανθρώπων από τα νότια σύνορα της χώρας που κατέκλυζαν τους τηλεοπτικούς δέκτες πριν λίγους μήνες, επέτρεψαν στον Τραμπ να χτίσει ένα αφήγημα.
Το αφήγημα αυτό ένωνε την προσωπική του ματαιοδοξία -την ανάγκη του δηλαδή να εκδικηθεί το Δημοκρατικό «κατεστημένο» για τις «διώξεις» που υφίσταται στα δικαστήρια και στον αέρα των φιλελεύθερων τηλεοπτικών δικτύων και εφημερίδων- με τις καθόλα υπαρκτές ανησυχίες των Αμερικανών για την οικονομική τους κατάσταση, τη μετανάστευση και συναφή κοινωνικά προβλήματα.
Η κοινή συνισταμένη του αφηγήματος ήταν απλή: οι Δημοκρατικοί αποτελούν μια ελιτίστικη κλίκα που δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μοίρα των κοινών θνητών, αλλά αντίθετα προσπαθεί να επιβάλλει στον απλό κόσμο τις δικές της προτιμήσεις, επιλογές και τρόπους σκέψης, μη διστάζοντας να παραμορφώσει την πραγματικότητα (οι Δημοκρατικοί επικαλούνται στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ραγδαία ανάπτυξη, χαμηλότερες τιμές σε σχέση με την προηγούμενη θητεία Τραμπ και χαμηλότερους δείκτες βαριάς παραβατικότητας).
Είναι, με αλλά λόγια, μια αντιδημοκρατική και εκδικητικά κινούμενη συμμαχία που δεν διστάζει να εφεύρει εγκλήματα και συνωμοσίες (ο Τραμπ συχνά αναφέρεται στην 6η Ιανουαρίου του 2021 ως τέτοια) εις βάρος «αθώων πατριωτών» που απλώς προσπαθούν να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια.
Ο ρόλος του Τζέι Ντι Βανς
Αξίζει να σημειωθεί ακόμα πως η απρόσμενα μεγάλη επιτυχία του αφηγήματος αυτού υπογραμμίζει τη σημασία της επιλογής Αντιπροέδρου που έκανε ο Τραμπ. Ο JD Vance (Τζέι Ντι Βανς) είναι ο ενσαρκωτής του αφηγήματος γιατί προέρχεται από την εργατική τάξη, και συνεισέφερε σημαντικά στο να επανασυγκολήσει την εκλογική συμμαχία Τραμπ που είχε ραγίσει το 2020.
Επιπλέον, το γεγονός πως κατάφερε να αποφοιτήσει από το Χάρβαρντ και να πλουτίσει στην πορεία ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο της κοινωνικο-οικονομικής ανέλιξης που έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Τέλος, με την επιλογή Βανς ο Τραμπ όχι μόνο επιβεβαίωσε πόσο έχει αλλάξει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα εκ των έσω (επιλέγοντας έναν φέρελπι ηγέτη εκτός των τειχών της οικογενειοκρατίας του κόμματος) αλλά και το ότι δεν διστάζει να συγχωρέσει και να επανεντάξει στους κόλπους του «απολωλότα πρόβατα», μια και ο Βανς είχε καταφερθεί εναντίον του με βαριές εκφράσεις στο πρόσφατο παρελθόν.