Η κατάκτηση από τη Χάπεολ Τελ Αβιβ του εφετινού Eurocup και με τον Δημήτρη Ιτούδη στον πάγκο, έχει διπλή ανάγνωση: αφ’ ενός λειτουργεί ξανά η σύνδεση της συγκεκριμένης διοργάνωσης με την Ευρωλίγκα, πάει να πει ότι όποιος πανηγυρίζει το Eurocup ανεβαίνει αμέσως στην ελίτ της μπασκετικής Ευρώπης.
Καθόλου αυτονόητο, διότι πολύ απλά η Ευρωλίγκα εδώ και χρόνια είναι ένα κλειστό κλαμπ που μοιράζει πολυετή συμβόλαια και ομάδες που «βρέξει –χιονίσει» εκεί θα παίζουν, άρα θα έχουν παραπάνω έσοδα σε σύγκριση με άλλες. Δεύτερο, έφερε στο εκ νέου στο προσκήνιο την όλη ατέρμονη συζήτηση για τους Ελληνες προπονητές.
Ο Ιτούδης, αλίμονο αν θεωρηθεί πως δίνει τώρα εξετάσεις. Εμαθε πολλά δίπλα στον Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό, πάτησε κορυφές με την ΤΣΣΚΑ, ανέλαβε έστω και με όχι την καλύτερη δυνατή πορεία τις τύχες της εθνικής Ελλάδας και αναλαμβάνοντας το τιμόνι της Χάποελ γιόρτασε ξανά έναν ευρωπαϊκό τίτλο και τον …προβιβασμό του.
Τι σημαίνει αυτό; Την επόμενη σεζόν και αν δεν προκύψει κάτι εντελώς αναπάντεχο στην πορεία, η Ευρωλίγκα θα …πλημμυρίσει από Ελληνες προπονητές. Γιατί έχουν την τεχνογνωσία, βελτιώνονται καθημερινά και ταυτόχρονα βελτιώνουν παίκτες και ομάδες. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας στον Ολυμπιακό, με το γνωστό total basketball. Ο Βασίλης Σπανούλης στη Μονακό, ήδη ελπίζει να πάει μακριά και στην τωρινή διοργάνωση. Και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος, με την αναντίρρητα μεγάλη αξία που την έχει δείξει τόσο στους Ερυθρόλευκους του ΣΕΦ όσο και σε αυτούς του Βελιγραδίου.
Στα παρκέ, συνεπώς, χτυπά τόσο η ελληνική γνώση όσο και η ελληνική ψυχή. Και εδώ ας προσθέσουμε και τις δύο ελληνικές ομάδες που διεκδικούν τρόπαια, πέρα από τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό που τα δίνουν όλα στην Ευρωλίγκα. Ο ΠΑΟΚ ετοιμάζεται για τις διπλές μάχες με τη Μπιλμπάο για το FIFA Europe Cup και η ΑΕΚ ευελπιστεί να βρει θέση στο φάιναλ -4 του Τσάμπιονς Λιγκ και τότε αυτό θα διοργανωθεί στην Αθήνα. Μιλάμε, αναμφίβολα, για μπασκετική κοσμογονία. Και δεν αποκλείεται να προκύψει το εξής εντυπωσιακό στο φινάλε της αγωνιστικής σεζόν που διανύουμε: τρεις ελληνικές ομάδες να έχουν κατακτήσει τρόπαια.
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, για το μπάσκετ, χτυπά κόκκινο. Αναβιώνουν στιγμές του ένδοξου παρελθόντος. Οι πάντες με τα κατορθώματα στις σάλες ασχολούνται. Ωστόσο, όλα τα ανωτέρω σημαίνουν κατ’ ανάγκη πως εκτοξεύεται το ελληνικό μπάσκετ και οι παίκτες μας; Μάλλον όχι ή καλύτερα, ας μη βιαστούμε να κάνουμε τέτοιου είδους επιπόλαιες προσεγγίσεις. Η ΑΕΚ πάει καλά στο Τσάμπιονς Λιγκ γιατί ο Ντράγκαν Σάκοτα έβαλε τους δικούς του όρους στην ομάδα και μοίρασε ρόλους με τρόπο μαστορικό.
Ο Μάσιμο Καντσιλιέρι στον ΠΑΟΚ αφύπνισε στη Θεσσαλονίκη τις συνειδήσεις όλων των φίλων του ΠΑΟΚ. Στον ΠΑΟ πρώτο βιολί είναι ο Ναν και ακολουθεί ο Ερνανγκόμεθ, μαζί ασφαλώς με τον Σλούκα. Και στον Ολυμπιακό, ναι μεν ο Μπαρτζώκας ως μαέστρος είναι άψογος, αλλά τον τόνο στα ματς δίνουν οι Βεζένκοφ και Φουρνιέ.
Οσον αφορά στην εθνική ομάδα, συγγνώμη, αλλά δεν βλέπουμε κάποιον Ελληνα παίκτη να ξεπετάγεται και να αφήνει υποσχέσεις. Η ΕΟΚ παραμένει πιστή στο πλάνο της και θέλει να βρει νατουραλιζέ σε άνδρες και γυναίκες, προφανώς έχοντας πλήρη επίγνωση πως ταλέντα δεν προκύπτουν τόσο εύκολα και η παραγωγική διαδικασία έχει ζητήματα ακόμη να λύσει.
Αυτά είναι τα δεδομένα που ναι μεν φέρνουν το μπάσκετ στον αφρό, όχι όμως και την εκτόξευση των Ελλήνων παικτών γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν τόσοι πολλοί και τόσο ικανοί. Εν αντιθέσει με το ποδόσφαιρο που κάνει το μπαμ χωρίς καταπληκτικούς Ελληνες προπονητές, αλλά με τόσους παίκτες αξίας να έρχονται ο ένας μετά τον άλλο και να αφήνουν το στίγμα τους στα εξαιρετικά δύσκολα και απαιτητικά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα. Αν μάλιστα κάποιος το αναλύσει, εδώ είναι η μεγάλη τωρινή διαφορά του μπάσκετ με το ποδόσφαιρο.