Στον κόσμο της εξουσίας, της επιτυχίας, της φήμης – σε κάθε πυραμίδα που υψώνεται από φιλοδοξία – υπάρχει πάντα μια κορυφή. Και εκεί, πολλοί φτάνουν. Λίγοι, όμως, διατηρούν το βλέμμα καθαρό και τη σκέψη ταπεινή.
Υπάρχουν εκείνοι που, φτάνοντας ψηλά, χάνουν την επαφή με το έδαφος. Καβαλάνε το καλάμι και νομίζουν ότι πέταξαν. Κοιτούν από ψηλά, όχι με ευθύνη ή διορατικότητα, αλλά με περιφρόνηση. Πιστεύουν πως είναι ανώτεροι. Πως άξιζαν περισσότερο. Πως έφτασαν μόνοι. Ξεχνούν. Ή μάλλον, επιλέγουν να ξεχάσουν.
Δεν αναρωτήθηκαν ποτέ ποιοι στάθηκαν δίπλα τους στις αρχές. Δεν αναγνώρισαν τις συγκυρίες, τις συμπτώσεις, τους ανθρώπους που παραμέρισαν για να τους αφήσουν χώρο να περάσουν. Δεν είδαν – ή δεν ήθελαν να δουν – ότι για να φτάσουν εκείνοι στην κορυφή, κάποιοι απλώς δεν μπήκαν στον κόπο να σκαρφαλώσουν, είτε γιατί είχαν άλλες προτεραιότητες, είτε γιατί αρνήθηκαν να παίξουν το παιχνίδι της ματαιοδοξίας.
Αν όμως κάτι δεν συγχωρεί ο χρόνος, είναι η αλαζονεία. Η κορυφή δεν είναι μόνιμη κατοικία. Είναι θέση προσωρινή, συχνά δανεική. Και ο χρόνος ο αδέκαστος κριτής. Κι όταν έρθει η στιγμή, δεν σε ρωτά αν ήσουν «ψηλά», αλλά τι έκανες όσο ήσουν εκεί. Ποιον κοίταξες, ποιον αγνόησες, ποιον πάτησες για να μείνεις λίγα λεπτά παραπάνω.
Το ύψος μετριέται όχι με το πόσο πάνω βρίσκεσαι από τους άλλους, αλλά με το αν μπορείς να δεις πέρα από τον εαυτό σου. Όσοι δεν το καταφέρνουν, καταλήγουν μόνοι σε μια κορυφή που μοιάζει περισσότερο με παγίδα παρά με κατάκτηση.
Και τότε έρχεται η πτώση. Όχι θεαματική, όχι με φωνές και φλας. Αλλά βαριά, βουβή και απόλυτη. Γκρεμοτσακίζονται χωρίς καν να το πάρουν χαμπάρι. Ξυπνούν ένα πρωί και συνειδητοποιούν πως δεν είναι πια εκεί. Πως όλα όσα θεωρούσαν δεδομένα, χάθηκαν σιωπηλά.
Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.


