Η παγκόσμια αγορά εργασίας δείχνει να έχει μπει σε βαθιά κατάψυξη. Από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Λονδίνο και από το Βερολίνο μέχρι το Τόκιο, οι δείκτες απασχόλησης μοιάζουν να έχουν κολλήσει. Εργοδότες που διστάζουν να προσλάβουν ή να απολύσουν, εργαζόμενοι που κρατούν σφιχτά τις θέσεις τους, εταιρείες που περιμένουν να δουν «πώς θα πάει το πράγμα». Ο κόσμος της εργασίας μοιάζει να στέκεται ακίνητος – λες και φοβάται να αναπνεύσει.
Το βαρέλι άγγιξε τον πάτο
Η απασχόληση στις ΗΠΑ αυξήθηκε με ρυθμό μόλις 0,5%, ενώ στις υπόλοιπες χώρες του G7 μόλις 0,4% – νούμερα που θυμίζουν ύφεση, όχι ανάπτυξη. Η εποχή των «μεγάλων κινήσεων» δείχνει να έχει περάσει. Οι εταιρείες δεν απολύουν, αλλά ούτε και προσλαμβάνουν. Απλώς περιμένουν. Περιμένουν να δουν πώς η τεχνητή νοημοσύνη θα αλλάξει τα πάντα, πώς θα εξελιχθεί ο εμπορικός πόλεμος του Τραμπ, πώς θα διαμορφωθεί το νέο παγκόσμιο σκηνικό.
Ο Σάιμον ΜακΆνταμ, οικονομολόγος της Capital Economics, το περιγράφει ως «ένα από τα μεγαλύτερα αδύνατα σημεία των ανεπτυγμένων οικονομιών». Και δεν έχει άδικο. Η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είδε το καλοκαίρι να χάνει θέσεις εργασίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο μετρά μείωση 0,5% στη μισθωτή απασχόληση. Μόνο η Ιαπωνία δείχνει να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα — αλλά κι εκεί, η εικόνα δεν είναι λαμπερή.
Όλοι περιμένουν τους άλλους να κινηθούν
Οι επιχειρήσεις κρατούν το προσωπικό τους, αλλά δεν το αυξάνουν. Οι εργαζόμενοι μένουν στις θέσεις τους, αλλά δεν διεκδικούν νέα. Οι υπεύθυνοι προσλήψεων βλέπουν μια αγορά φοβισμένη, κουρασμένη, ανασφαλή. Ο οικονομικός διευθυντής της Hays, Τζέιμς Χίλτον, το περιγράφει με ακρίβεια:
«Οι εταιρείες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να προσλάβουν και προσφέρουν μικρότερες αυξήσεις μισθών, ενώ οι υποψήφιοι ανησυχούν για την ασφάλεια της δουλειάς τους και την απώλεια της ευελιξίας».
Η υβριδική εργασία που γεννήθηκε στην πανδημία έγινε προνόμιο – και φόβος μαζί. Κανείς δεν θέλει να το χάσει. Έτσι, προτιμά να μείνει εκεί που είναι.
Μια «παύση» χωρίς ανεργία
Το παράδοξο είναι ότι η ανεργία παραμένει χαμηλή. Στην ευρωζώνη βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά, ενώ στις ΗΠΑ και τη Γερμανία μόνο ελαφρώς αυξημένη. Δεν υπάρχουν μαζικές απολύσεις, δεν υπάρχει ύφεση στην κλασική της μορφή. Υπάρχει όμως ακινησία — και αυτό ίσως είναι πιο επικίνδυνο.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν να αποφασίσουν αν πρόκειται για φαινόμενο χαμηλής ζήτησης ή για κάτι πιο βαθύ: για μια νέα, γηρασμένη, κουρασμένη αγορά εργασίας. Μια αγορά όπου οι νέοι δυσκολεύονται να μπουν και οι παλιοί δεν θέλουν να βγουν.
Η γενιά που έμεινε στάσιμη
Τα δεδομένα του LinkedIn αποκαλύπτουν το μέγεθος της στασιμότητας: η επαγγελματική κινητικότητα είναι 20% χαμηλότερη από τα προ πανδημίας επίπεδα. Οι αλλαγές εργοδότη έχουν μειωθεί σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Οι εργαζόμενοι φοβούνται, οι επιχειρήσεις υπολογίζουν, τα κράτη παρακολουθούν.
Ο Στεφάνο Σκαρπέτα του ΟΟΣΑ το συνοψίζει ψυχρά:
«Οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας είναι λιγότερο ευκίνητοι, πιο σταθεροί, λιγότερο πρόθυμοι να μετακινηθούν ή να διαπραγματευτούν. Και όλες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες γερνούν».
Ένας κόσμος που δεν κινείται
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο μηδέν. Μια αγορά εργασίας που ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται· απλώς μένει ακίνητη. Οι οικονομίες δεν καταρρέουν, αλλά ούτε και ανασαίνουν. Οι άνθρωποι δουλεύουν, αλλά δεν προχωρούν.
Το βαρέλι έχει αγγίξει τον πάτο. Και το χειρότερο; Κανείς δεν τολμά να το κυλήσει ξανά.