Τα κόκκινα δάνεια, χαρακτηρίζει η ΤτΕ ως το βασικότερο πρόβλημα για το τραπεζικό σύστημα και ζητά συνεχή επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, παρά την εντυπωσιακή τους μείωση, παραμένουν το βασικό πρόβλημα για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση της ΤτΕ για τη Νομισματική Πολιτική 2021 – 2022.
Επίσης, σημαντικές προκλήσεις παρουσιάζονται από τις αβεβαιότητες σχετικά με την οικονομική δραστηριότητα διεθνώς, που προκαλούνται από την ένταση των πληθωριστικών πιέσεων, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και την αύξηση στο κόστος της ενέργειας.
Επιπρόσθετα, η αρνητική επίπτωση στη συνολική ζήτηση από τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις, σε συνδυασμό με την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας εντός του 2022, επιτείνει τους παραπάνω κινδύνους, επηρεάζοντας έτσι δυσμενώς τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών.
Συνολικά τονίζει η ΤτΕ, οι προαναφερθείσες προκλήσεις απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών. Η περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης θα συμβάλουν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της ανθεκτικότητάς τους.
Μονοψήφιο ποσοστό στο τέλος του 2022
Στο τέλος του Μαρτίου 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 17,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 0,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2021 και κατά περίπου 91 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, όταν είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το α΄ τρίμηνο του 2022 (Μάρτιος 2022: 12,1%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε υψηλός, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, στο τέλος του Δεκεμβρίου 2021 ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο ΕΕ ανήλθε σε 2,0%. Με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ, αναμένεται να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022. Στο πλαίσιο αυτό, χρήζει αναφοράς ότι δύο σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΔ, ενώ αναμένεται με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022.
Ως εκ τούτου στην έκθεση σημειώνεται ότι η αντιμετώπιση των εναπομενουσών προκλήσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό σύστημα και αφορούν στην περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στη βελτίωση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών και στην ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, θα στηρίξει την ικανότητα των τραπεζών να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα στις ανάγκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Η ακτινογραφία των κόκκινων δανείων
Σχετικά με τη διάρθρωση των ΜΕΔ, τα 3/4 περίπου αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, το 1/5 περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά.
Ο Δείκτης των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων υποχώρησε στο τέλος του πρώτου τριμήνου 2022 στο 12,1% από 13% στο τέλος του 2021. Τον υψηλότερο δείκτη καθυστερήσεων εμφανίζουν στο τέλος Μαρτίου οι Ελεύθεροι Επαγγελματίες και πολύ μικρές Επιχειρήσεις με 30,3% και ακολουθούν οι μικρές και μεσαίες Επιχειρήσεις με 22%, ενώ οι μεγάλες Επιχειρήσεις εμφανίζουν καθυστερήσεις 6,1% και οι ναυτιλιακές 4,1%.
Τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια υποχώρησαν στο τέλος Μαρτίου στο 10,2% από 10,4% στο τέλος του έτους ενώ αντίθετα αύξηση παρουσιάζουν τα κόκκινα καταναλωτικά στο 20,1% από 19,5% στο τέλος του 2021.
Επίσης, περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες (35%), δανείων αβέβαιης είσπραξης (31,6%)και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί (33,4%). Μείωση του δείκτη ΜΕΔ παρατηρήθηκε στις περισσότερες κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ωστόσο αύξηση καταγράφηκε στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στα καταναλωτικά δάνεια.
Στο τέλος του Μαρτίου 2022 περίπου 38% του συνόλου των ΜΕΔ συνδεόταν με ρυθμίσεις. Σημειώνεται ότι το σύνολο των δανείων στα οποία έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις (δηλ. συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούνται κανονικά) ανέρχεται σε 15,3 δισεκ. ευρώ.
Παράλληλα επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που τίθενται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Από την άλλη πλευρά, υποχώρηση εμφανίζει το ποσοστό των δανείων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας.