Εντελώς μεσημέρι Κυριακής στο κέντρο της Αθήνας.
Βack to basics. Χεράκι στην κατεύθυνση του δρόμου. 7-8 ταξί σταματάνε. Μόνο που δεν τους είναι ακριβώς δελεαστική η διαδρομή των μόλις 2.5-3 χιλιομέτρων. Οι πιο ευγενικοί προφασίζονται την ίδια ακριβώς δικαιολογία «σόρυ φίλε, βιάζομαι να πάω στο αεροδρόμιο», οι λιγότερο ευγενικοί απλά συνεχίζουν την πορεία τους και σε αφήνουν λιωμένο παγωτό να αναλογίζεσαι το μέγεθος του θράσους να ζητήσεις ταξί 3 η ωρα το μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, με +35 βαθμούς Κελσίου και 2 αποσκευές μαζί σου.
Αλλαγή στρατηγικής, περπάτημα μέχρι την πλατεία Συντάγματος, μπούκα χωρίς πολλά πολλά σε ένα από τα σταματημένα της «πιάτσας». Το πορτ μπαγκάζ είναι κλειδωμένο. Μάταια πατάς το κουμπί. Ο οδηγός κορνάρει διακριτικά, «βάλτες μέσα μωρέ να φύγουμε». Πρώτο red flag.
Φεύγουμε. «Πού πας;», «Κουκάκι», «Ωραία, μην ανοίγω τώρα ταξίμετρο, ένα τάληρο είναι. Δε θες απόδειξη…». Έχετε δίκιο. Εκεί είναι που πρέπει να αντιδράσεις, να βάλεις το όριο. Αλλά, ξέρετε, είναι μερικές φορές, ειδικά με σχεδόν καύσωνα, που το μόνο που θες είναι απλά να φτάσεις στο σπίτι σου χωρίς πολλές κουβέντες. Τι να κάνεις; Να κάτσεις να μαλώσεις; Συγκατανεύεις σιωπηλά. Δεύτερο red flag, ωστόσο. Αν συνυπολογίσεις και το ίδιο το ταξί που έχει αληθινά πολύ καιρό να απολαύσει τις υπηρεσίες ενός πλυντηρίου αυτοκινήτων, τρίτο red flag και συνεχίζει να γράφει (…όχι το ταξίμετρο).
Ρωτάει «να σου πω, έχεις τάληρο;». Απαντάω «κάτσε να δω…όχι, έχω εικοσάρικο». Στα είκοσι μέτρα ο Θεός της κίτρινης φυλής του εμφανίζει βενζινάδικο, απότομη μικρή παράκαμψη. Σπάμε το χαρτονόμισμά (μου) σε ένα 10ευρο, ένα 5 ευρω και μερικά κέρματα. Ο οδηγός είναι, δε λέω, εντυπωσιακά πρόθυμος να μου επιστρέψει το δεκάρικο και τα κέρματα. Το κάνει χαμογελώντας, ενώ λέει με νόημα: «Είσαι και πληρωμένος τώρα…». Τέταρτο red flag, αν και δεν ξέρω, μετράμε ακόμα; Αφού πήγαμε να σκοτωθούμε βγαίνοντας από το βενζινάδικο (πέμπτο red flag) και ήταν αρκετά πρόθυμος να με συμβουλευτεί για να μη με αφήσει ακριβώς κάτω από το σπίτι (έκτο red flag), η όμορφη περιπέτειά μας έλαβε τέλος.
***
Η παραπάνω αφήγηση είναι 100% αληθινή χωρίς μισή λέξη υπερβολής και είναι -νομίζω- μια υπέροχη παραβολή για να διηγηθεί κανείς την μεταρρύθμιση (…που έγινε αυτορύθμιση, που έγινε απορρύθμιση) στις υπηρεσίες των ταξί της τελευταίας δεκαετίας λίγα μόνο λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση της αλλαγής της τιμολογιακής πολιτικής της Beat με την καθιέρωση προμίσθωσης. Μια διδακτική ιστορία καλών προθέσεων, τεχνοκρατικού οράματος και ουσιαστικού disruption που συνθλίφτηκε μεταξύ δύο τεράτων: της βαλκανικής μικροπολιτικής/συντεχνιακής λογικής και, φυσικά, του θεόρατου χεριού της αγοράς που πάντα προτιμά ένα μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους από μια πραγματικά καλή υπηρεσία.
Η εμφάνιση της Beat στην Ελλάδα και η σταδιακή εξάπλωσή της στα 10s έφερε μια μικρή επανάσταση στην αγορά των ταξί. Διευκόλυνε τους πελάτες αφού ανάγκασε μέσω της αξιολόγησης τους οδηγούς να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες (από καθαριότητα κι ευγένεια μέχρι προσεκτική οδήγηση κι ανέπαφη πληρωμή), κι επίσης τους/μας απάλλαξε από μερικές διαχρονικά κακές συνήθειες (το επουσιώδες -μα ενοχλητικό- «κλέψιμο» στα ρέστα, τις διπλοκούρσες, την επιλογή πελατών). Αλλά, τουλάχιστον στην αρχή, διευκόλυνε και τους οδηγούς. Τους έδωσε πίσω μέρος της δουλειάς που είχαν χάσει στα πρώτα σκληρά χρόνια της κρίσης κι, αν έχει κάποια σημασία, άλλαξε λίγο και την γενική αντίληψη για εκείνους (Ξέρω, φυσικά δεν είναι όλοι οι οδηγοί έτσι ή σαν κι αυτόν της ιστορίας μου, αλλά φτάνουν λίγοι «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» για να σχηματιστεί ένα κοινωνικό στερεότυπο που όμως πάντα έχει κάποια βάση.)
Στην πορεία μπήκε στη ζωή μας και η Uber κι άλλες πλατφόρμες όπως η Taxiplon, και ξεκίνησαν τα taxi wars. Οι ενώσεις των ταξιτζήδων, ΠΟΕΙΑΤΑ και ΣΑΤΑ, με την μυθική φιγούρα του Θύμιου Λυμπερόπουλου πάντα μπροστά, ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι τις πλατφόρμες. Είτε γιατί θεωρούσαν μεγάλη την προμήθεια, είτε γιατί τους απέδιδαν αθέμιτο ανταγωνισμό, είτε για πολύ απλά τους χαλούσαν μια στρωμένη φασούλα σε αεροδρόμια, λιμάνια και ξενοδοχεία. Μέχρι να πέσει η σημαία, το επάγγελμα απελευθερώθηκε κι έγινε ζήτημα αντιπαράθεσης ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, όχι χωρίς ευθύνη των πλατφορμών που έπαιξαν πολιτικό παιχνίδι. Από τη μία, έγινε πράξη αντιπολίτευσης να ανεβάζεις το σήμα της Beat ή της Uber στα σόσιαλ («καταναλωτής-οπαδός», μια μεγάλη μας πατέντα) κι από την άλλη είχαμε την συνταρακτική συμμαχία Σπίρτζη-Λυμπερόπουλου.
Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η ζωή αποφάσισε. Σταδιακά όλο και λιγότεροι οδηγοί, ειδικά την τουριστική σεζόν, αποδέχονταν τις κλήσεις της Beat, η Beat άλλαξε χέρια και μοντέλο (για να μπορεί να εξυπηρετεί περισσότερες κούρσες, άρα περισσότερες προμήθειες, δεν μπορούσες να επιλέγεις όχημα μέχρι που κυριολεκτικά δεν έβρισκες), η υπηρεσία Uber X καταργήθηκε όπως σε πολλές άλλες χώρες ακριβώς επειδή είναι αρκετά προβληματική, οι πολιτικές συμμαχίες -ανίερες και μη- ξεχάστηκαν, οι «καταναλωτές-οπαδοί» αναμενόμενα στράφηκαν εναντίον των πλατφορμών, οι πλατφόρμες τελικά πάνε να γίνουν ραδιοταξί, ενώ εδώ και λίγες μέρες έχουμε και νέο, ακριβότερο τιμολόγιο (σημαία στα 1.80 ευρώ κι ελάχιστη διαδρομή στα 4).
Τι μένει; Μια σύντομη κούρσα Σύνταγμα-Κουκάκι, εντελώς συμβολική για το κακό παράδειγμα που στο τέλος νικά τις καλές πρακτικές. Α, και μια νέα ανακοίνωση από την Beat ότι τελικά το κόστος προμίσθωσης μειώνεται από 2 ευρώ σε 1.20…