Εδώ και δεκαετίες, ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους πιο γρήγορα αναπτυσσόμενους οικονομικούς κλάδους διεθνώς, με σημαντική συνεισφορά στο παγκόσμιο ΑΕΠ και την απασχόληση, πράγμα που τον καθιστά ως έναν ισχυρό μοχλό οικονομικής ανάπτυξης (WorldTourismOrganization, n.d.). Τη δυναμική αυτή επιβεβαιώνουν τα σχετικά στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού. Την τελευταία δεκαετία (2008-2018), για παράδειγμα, τα έσοδα από την τουριστική κατανάλωση έχουν παρουσιάσει ταχύτερη αύξηση από ότι το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ μόνο για το 2018, οι διεθνείς αφίξεις έφτασαν τα 1,4 δισ. (+5,0%), με έσοδα $1,7 τρισ. (+4,0%) (WorldTourismOrganization, 2019). Παράλληλα, και όσον αφορά την απασχόληση, το 10% αυτής, σε διεθνές επίπεδο, σχετίζεται με τον τουρισμό, ενώ 1 στις 5 νέες θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί την τελευταία πενταετία είναι επίσης στον χώρο του τουρισμού (WorldTravel & TourismCouncil, 2019).
Αυτή η σημαντική συνεισφορά έχει ακόμα πιο βαρύνουσα σημασία για οικονομίες οι οποίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στο τουριστικό προϊόν τους, όπως είναι και η ελληνική οικονομία. Ελλείψει βαριάς βιομηχανίας και λόγω των κλιματικών συνθηκών και του φυσικού και ιστορικού πλούτου της, η Ελλάδα εξαρτάται άμεσα από τον τουρισμό της. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ (2019), το 2018, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της χώρας ανήλθε στο 11,7%, ενώ η έμμεση κυμάνθηκε μεταξύ 25,7% και 30,9%.
Παρά την εντυπωσιακή αυτή πορεία, οι εργασιακές συνθήκες στον τουρισμό και τη φιλοξενία, παραπέμπουν, εν πολλοίς, σε εργασιακό μεσαίωνα, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα.
Την ίδια χρονιά, ο εισερχόμενος τουρισμός παρουσίασε αύξηση αφίξεων (+10,8%) και εσόδων (+11,7%), πετυχαίνοντας νέα επίπεδα ρεκόρ, με 30,1 εκ. αφίξεις και €15,9 δισ. έσοδα, αντίστοιχα. Στον ξενοδοχειακό κλάδο συγκεκριμένα, τον βασικό κορμό του τουρισμού, τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο αυξήθηκαν κατά 31,6% την περίοδο 2016-2018 (Μπέλλος, 2019). Η σημαντική κερδοφορία του τουρισμού και οι θετικές προοπτικές του έχουν ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη προσέλκυση επενδύσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2017 και 2018, το σύνολο των επενδύσεων από τον ξενοδοχειακό κλάδο μόνο, εκτιμήθηκε σε περίπου €1,5 δισ. και €2,3 δισ., αντίστοιχα, σημειώνοντας αύξηση +46%, ενώ η συνολική επενδυτική δραστηριότητα του τουρισμού ανήλθε στα €3,4 δισ. για το 2017 και στα €5 δισ.για το 2018, παρουσιάζοντας αύξηση +47% και +48%, αντίστοιχα (ΙΝΣΕΤΕ, 2019).
Το παράδοξο είναι ότι παρά την εντυπωσιακή αυτή πορεία, οι εργασιακές συνθήκες στον τουρισμό και τη φιλοξενία, παραπέμπουν, εν πολλοίς, σε εργασιακό μεσαίωνα, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα. Ως ένα βαθμό, αυτό οφείλεται στα εγγενή χαρακτηριστικά του τουρισμού και της απασχόλησης σε αυτόν, όπως είναι η εποχικότητα, οι πολλές και αντικοινωνικές ώρες εργασίας (μεταβλητά ωράρια, νυχτερινές βάρδιες, Σαββατοκύριακα και λοιπές αργίες), καθώς και η φύση της εργασίας στον κλάδο, η οποία είναι συχνά εξοντωτική. Παράλληλα, όμως, οφείλεται σε μια σειρά άλλων εργασιακών χαρακτηριστικών, μερικά εκ των οποίων, ναι μεν μπορεί να επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες, όπως η εποχικότητα, αλλά δεν είναι εγγενή, όπως, για παράδειγμα, οι χαμηλοί μισθοί, η έλλειψη εργασιακής σταθερότητας, η ανασφάλιστη εργασία και η μη τήρηση των εργασιακών συμβάσεων από πολλούς εργοδότες, καθώς και τα χαμηλά επιδόματα ανεργίας που παρέχονται από το κράτος (σε κράτη όπου υπάρχουν τέτοιες κοινωνικές παροχές).
Όσον αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ (2018), οι εργαζόμενοι στον τουρισμό είναι χαμηλότερα αμειβόμενοι από ότι οι εργαζόμενοι στους περισσότερους άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας.
Ως προς το σκέλος της μισθοδοσίας, οι εργαζόμενοι στον τουρισμό και τη φιλοξενία λαμβάνουν ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς σε διεθνές επίπεδο. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, δύο από τις ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο. Πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό TourismManagement, για παράδειγμα, δείχνει ότι στις Η.Π.Α., οι πιο χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι είναι αυτοί που απασχολούνται στον τομέα της φιλοξενίας (Dogru, McGinley, Line, andSzende, 2019). Παρόμοια είναι και τα στοιχεία για το Η.Β. όπου ο μέσος εργαζόμενος στον τομέα της φιλοξενίας πληρώνεται £4 λιγότερο από τον μέσο εργαζόμενο στη συνολική οικονομία της χώρας (Trades Union Congress, 2019). Όσον αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΣΕΒ (2018), οι εργαζόμενοι στον τουρισμό είναι χαμηλότερα αμειβόμενοι από ότι οι εργαζόμενοι στους περισσότερους άλλους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος και την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ειδικά μετά την μακροχρόνια κρίση, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι χαμηλοί μισθοί των εργαζομένων στον τουρισμό είναι απολύτως δικαιολογημένοι (αν οι ξενοδοχοϋπάλληλοι, για παράδειγμα, είναι οι πιο κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι στις Η.Π.Α., πόσο μάλλον στην Ελλάδα!).
Προτού, όμως, βγάλουμε τέτοιου είδους συμπεράσματα, είναι απαραίτητο να συνυπολογίσουμε κάποιες σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην ελληνική οικονομία και τις ισχυρές οικονομίες της Δύσης (π.χ. των Η.Π.Α. και του Η.Β.), με άξονα την θέση που κατέχει ο τουρισμός σε μια οικονομία. Στην Ελλάδα, ο τουρισμός αποτελεί την κύρια «βιομηχανία» της χώρας, κάτι που δεν συμβαίνει στην περίπτωση των Η.Π.Α. ή του Η.Β., οικονομίες που στηρίζονται κυρίως σε άλλους κλάδους (π.χ. τεχνολογία, χρηματοοικονομικά, βιομηχανική παραγωγή, κατασκευές, κ.ά.) και στις οποίες ο τουρισμός έχει μικρή συνεισφορά στο ΑΕΠ (βλ. Blackall, 2019; Majumdar and Bachman, 2019). Επομένως, ο βαθμός σημαντικότητας του τουρισμού για την οικονομία της Ελλάδας είναι εντελώς διαφορετικός.
Πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι κύριοι συντελεστές της εντυπωσιακής πορείας του τουρισμού, δηλαδή οι εργαζόμενοι, δεν λαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί από την αυξημένη κερδοφορία του κλάδου;
Ένα ακόμα παράδοξο στην ελληνική περίπτωση είναι ότι παρά την υψηλή σπουδαιότητά του, την αυξανόμενη κερδοφορία του και τις θετικές προοπτικές του για το μέλλον, ο τουρισμός παραμένει ένας από τους δυο τρεις κλάδους της οικονομίας που πληρώνουν τους χαμηλότερους μισθούς. Κάτι τέτοιο υπερβαίνει την κοινή λογική, η οποία λέει ότι ένας κλάδος ιδιαίτερα σημαντικός για μια οικονομία κάνει, ως οφείλει να κάνει, ακριβώς το αντίθετο. Εν ολίγοις, η θετική πορεία ενός κλάδου οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να συνδέεται άμεσα με την πορεία των μισθών σε αυτόν τον κλάδο (Μασουράκης, Μητσόπουλος, και Πρίντσιπας, 2018). Για παράδειγμα, οι τεχνολογίες Λογισμικού και Πληροφορίας είναι η πιο καλοπληρωμένη βιομηχανία στις Η.Π.Α, ακριβώς για αυτόν το λόγο (Berger, 2017). Επομένως, το παράδοξο του ελληνικού τουρισμού, κυρίως κατά την τελευταία τριετία της εντυπωσιακής πορείας του, οδηγεί στα εξής ερωτήματα: «Πού καταλήγουν τα ιδιαίτερα αυξημένα κέρδη από τον τουρισμό;» και «Πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι κύριοι συντελεστές της εντυπωσιακής πορείας του τουρισμού, δηλαδή οι εργαζόμενοι, δεν λαμβάνουν το μερίδιο που τους αναλογεί από την αυξημένη κερδοφορία του κλάδου;»
Δύο λόγοι που σχετίζονται άμεσα με τα ερωτήματα αυτά και που συχνά επικαλούνται οι επιχειρηματίες του χώρου είναι η αυξημένη φορολογία των τελευταίων χρόνων και ο ισχυρισμός ότι η δαπάνη μιας μεγάλης μερίδας των τουριστών είναι ιδιαίτερα χαμηλή.
Ενας τομέας για να θωρακιστεί και να αναπτυχθεί μακροπρόθεσμα, προϋποθέτει επενδύσεις, πρωτίστως στο ανθρώπινο δυναμικό του.
Όντως, η φορολογία δίνει μια μερική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, όχι πλήρη, όμως. Τα εξίσου εντυπωσιακά στοιχεία για την αύξηση των επενδύσεων απαντούν έμμεσα ότι η φορολογία μάλλον δεν αποτελεί και τόσο σημαντικό εμπόδιο για τις επιχειρήσεις, δεδομένης της ιδιαίτερα αυξημένης κερδοφορίας του κλάδου και των ευοίωνων προοπτικών που διαγράφονται για το εγγύς μέλλον. Όσον αφορά την τουριστική δαπάνη, τα επίσημα στοιχεία για την εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων, αλλά και των επενδύσεων, δίνουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Αυτό, λοιπόν, που ο κοινός νους μπορεί να αντιληφθεί αν βάλει σε μια πρόχειρη εξίσωση τα αυξημένα έσοδα, την φορολογία, τις αυξημένες επενδύσεις και του μισθούς των εργαζομένων στον τουρισμό και τη φιλοξενία, είναι ότι οι χαμηλοί μισθοί των τελευταίων απορρέουν από μια ακραία άνιση κατανομή των κερδών, που οδηγεί σε τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες: υπερκέρδος για τη μεγαλύτερη μερίδα των εργοδοτών και μισθούς πείνας για τη μεγαλύτερη μερίδα των εργαζομένων. Αυτές οι ανισότητες εντείνονται ακόμα περισσότερο σε περιπτώσεις ανασφάλιστης εργασίας, μη πληρωμένης εργασίας ή πληρωμένης εργασίας με ψευδείς αποδοχές, φαινόμενα που προσδίδουν υποκοσμικά χαρακτηριστικά στην πιο σημαντική «βιομηχανία» της χώρας.
Όπως φαίνεται, δεν έχει ακόμα γίνει κατανοητό από την πλειονότητα των επιχειρηματιών του χώρου, ότι ένας τομέας για να θωρακιστεί και να αναπτυχθεί μακροπρόθεσμα, προϋποθέτει επενδύσεις, πρωτίστως στο ανθρώπινο δυναμικό του. Ειδικά στην περίπτωση του τουρισμού κάτι τέτοιο πρέπει να είναι αυτονόητο, δεδομένου ότι πρόκειται για μια κυρίως «ανθρωποκεντρική βιομηχανία» (“people’sindustry”). Στην πράξη αυτό σημαίνει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, γενικότερα, και μισθούς σαφώς πιο ανταγωνιστικούς από άλλους κλάδους της οικονομίας, ειδικότερα. Εδώ, ο ρόλος του κράτους είναι μείζονος σημασίας, ως κοινωνικού θεσμού που καλείται να διασφαλίσει τα παραπάνω. Επιπλέον, το κράτος οφείλει να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση των εργαζομένων κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν η μεγάλη πλειοψηφία τους «μπαίνει» στο ταμείο ανεργίας, παρέχοντας σαφώς υψηλότερα επιδόματα.
Αν κάτι δεν αλλάξει, η οποιαδήποτε περαιτέρω «ανάπτυξη» του ελληνικού τουρισμού δεν θα έχει τίποτα περισσότερο να προσφέρει στον μέσο εργαζόμενο, από νέες, εξίσου χαμηλόμισθες, θέσεις εργασίας.
Πηγή: huffingtonpost.gr