Τι έχουν δείξει οι πρώτες 100 ημέρες της σύγκρουσης και τι μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον
Τις 113 ημέρες συμπληρώνει σήμερα ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι αναλυτές συνεχίζουν να αντλούν συμπεράσματα εντός και εκτός πεδίου.
1. Ας έχουμε τον νου μας στους ρώσους υπερεθνικιστές. Από τις πρώτες ημέρες, οι ρώσοι εθνικιστές – τόσο στο έδαφος της Ουκρανίας όσο και αλλού – έχουν αναδειχθεί σε μια εκπληκτικά χρήσιμη πηγή που καθιστά την ανάλυση της επίσημης ρωσικής προπαγάνδας σε μεγάλο βαθμό περιττή. Οπως εξηγεί στο Bloomberg ο ρώσος δημοσιογράφος που εργάζεται στη Γερμανία, Λεονίντ Μπερσίντσκι, ακόμα και το Ινστιτούτο για τη Μελέτη του Πολέμου, το think tank που παρέχει μερικές από τις πιο λεπτομερείς αναλύσεις της κατάστασης στο πεδίο της μάχης, επικαλείται κάποιον «Μουρζ» σχετικά με την κατάσταση στο ρωσικό στρατόπεδο. Ο Μουρζ, ο εθνικιστής μπλόγκερ Αντρέι Μορόζοφ, ξέρει τι λέει.
Ο Ιγκόρ Γκίρκιν, γνωστός με το nom de guerre Στρελκόφ, παρέχει επίσης αξιόπιστη ανάλυση των προβλημάτων των ρωσικών και φιλορωσικών στρατευμάτων με την κακή διοίκηση και την περιορισμένη υλικοτεχνική υποστήριξη, αλλά αναφέρεται και στις στρατηγικές αποτυχίες της Μόσχας. Από τους βασικούς συμμετέχοντες στη φιλορωσική εξέγερση στην Ανατολική Ουκρανία το 2014, ο Γκίρκιν ονειρεύεται ανοιχτά έναν ρόλο στον πόλεμο, αλλά το Κρεμλίνο δεν τον θεωρεί αρκετά πιστό. Αυτοί οι υπερεθνικιστές θα παίξουν ρόλο και την επόμενη ημέρα στη Ρωσία.
2. Στρατιωτικά, οι δύο πλευρές μαθαίνουν. Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι περισσότεροι σοβαροί αναλυτές πίστευαν ότι σύντομα θα μιλάμε για ουκρανική ήττα. Τις επόμενες εβδομάδες, τυχαίες, υπερβολικά αισιόδοξες ή κακοσχεδιασμένες ρωσικές κινήσεις έκαναν τον ρωσικό στρατό να θεωρείται κάτι σαν χάρτινη τίγρη. Μέχρι το σημείο των 100 ημερών, ωστόσο, και οι δύο πλευρές έχουν αποδειχθεί άξιες η μία για την άλλη στρατιωτικά. Οι Ρώσοι έδειξαν ότι μπορούσαν να μάθουν από τα λάθη τους: μετριάστηκαν οι μη ρεαλιστικοί στόχοι τους, συγκέντρωσαν τη διοίκησή τους, εστίασαν σε περιοχές όπου ένιωθαν ότι ήταν πιο πιθανή η επιτυχία και βελτίωσαν την επιμελητεία και τον συντονισμό μεταξύ των κλάδων.
Οι Ουκρανοί, αναφέρει το Geopolitical Monitor, μετέτρεψαν γρήγορα το άγριο κίνητρό τους σε γνώση του αντιπάλου, κάτι που επέτρεψε μερικές επιτυχημένες αντεπιθέσεις. Το υπουργείο Υποδομών της Ουκρανίας έκανε τα αδύνατα δυνατά και συνέχισε τις μεταφορές, οι δρόμοι καθαρίστηκαν, οι ανατιναχθείσες γέφυρες αντικαταστάθηκαν και ο στρατός παρέλαβε προμήθειες.
3. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί. Οι πρώτες 100 ημέρες της σύγκρουσης έδειξαν ότι ο πόλεμος μπορεί να προχωρήσει με κάθε τρόπο. Καμία πλευρά δεν θα καταρρεύσει ή θα υποχωρήσει και τυχόν παραχωρήσεις που μπορεί τελικά να καταγραφούν σε μια ειρηνευτική συμφωνία θα αντιμετωπιστούν σκληρά.
Εξάλλου, οι θηριωδίες που έχουν διαπράξει οι Ρώσοι στην Ουκρανία, από την Μπούτσα και τη Μαριούπολη μέχρι την Οδησσό, καθιστούν πολιτικά αδύνατη την ουκρανική ηγεσία να προσφέρει οποιοδήποτε είδος συμβιβασμού.
Η Ρωσία του Πούτιν, από την άλλη πλευρά, μάλλον δεν είναι διατεθειμένη για διαπραγμάτευση. Μετά την αποτυχία των συμφωνιών του Μινσκ του 2014 και του 2015, δεν πιστεύει πλέον σε συμφωνίες. Αποτέλεσμα από τις διαπραγματεύσεις είναι δυνατό μόνο εάν η μία πλευρά ηττηθεί πλήρως και θα μοιάζει περισσότερο με τη συνθηκολόγηση αυτής της πλευράς παρά με συμβιβασμό.
Ο πόλεμος που δεν τελείωσε σε τρεις ημέρες, τρεις εβδομάδες ή τρεις μήνες φαίνεται ότι θα διαρκέσει για όσο χρόνο χρειαστεί για μια αποφασιστική νίκη για τους εισβολείς ή τους υπερασπιστές. Μιλάμε, σημειώνει η «El Pais», για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, και ακόμη και τότε το θέμα μπορεί να μη διευθετηθεί, καθώς ο ηττημένος θα θέλει να εκδικηθεί.
4. Η αυτοκριτική της Δύσης. Πριν από την εισβολή, η ροή των δυτικών όπλων – κυρίως φορητών όπλων – ήταν αρκετή για να δει ο Πούτιν ένα casus belli, στον βαθμό που χρειαζόταν, αλλά δεν ήταν αρκετό για να σταματήσει την εισβολή του. Οι Ουκρανοί έπρεπε να αποδείξουν τις δυνατότητές τους και να συνεχίσουν να το αποδεικνύουν λαμβάνοντας βαρύτερα όπλα. Ωστόσο, τα λαμβάνουν πιο αργά από ό,τι επιτάσσει η στρατιωτική ανάγκη και η ανάγκη εκπαίδευσης στη χρήση των οπλικών συστημάτων επιβραδύνει περαιτέρω τη διαδικασία, γράφει η «Washington Post».
Το ΝΑΤΟ έχει αποστασιοποιηθεί από οτιδήποτε θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως άμεση επέμβαση. Πριν από τον πόλεμο, καθώς αυξανόταν η απειλή μιας ρωσικής εισβολής, δεν προχώρησε στην αποδοχή της Ουκρανίας – αν και εκ των υστέρων, η έναρξη της ενταξιακής πορείας της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ θα μπορούσε να ήταν μία από τις λίγες προληπτικές κινήσεις ικανές να σταματήσουν τον Πούτιν. Τώρα που η Φινλανδία και η Σουηδία προσχωρούν, η απάντηση του Πούτιν είναι αναπάντεχα περιορισμένη.
Μια ήττα της Ουκρανίας θα οδηγούσε σε αμοιβαίες κατηγορίες και βαθύτερα ρήγματα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, ακόμη και εντός της Ανατολικής Ευρώπης. Μια ρωσική ήττα θα βοηθούσε να συγκαλύψει τις διαφορές, αλλά πιθανότατα θα οδηγούσε σε διαμάχες για το μοίρασμα του οικονομικού βάρους της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας και στη διαμάχη για το ποιος έκανε τι κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.
5. Να μην ξεχάσουμε την Ουκρανία. Ο πόλεμος διήρκεσε πολύ περισσότερο απ’ όσο αναμενόταν. Είναι δύσκολο να αγνοήσουμε τις συνέπειες του πολέμου – τον πληθωρισμό που προκαλείται από την αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, την πιθανή ύφεση στις δυτικές οικονομίες, το ξεπούλημα στο χρηματιστήριο. Μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, λίγοι εκτός Ουκρανίας μπορεί να ενδιαφέρονται για τη μοίρα της – για το πόσα εδάφη μπορεί να χρειαστεί να παραδώσει στη Ρωσία, για την τεράστια ανάγκη ανοικοδόμησης βομβαρδισμένων πόλεων, βιομηχανιών και υποδομών, για την τύχη των σχεδόν 14 εκατομμυρίων Ουκρανών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Παρά την ευρωπαϊκή της γεωγραφία, η Ουκρανία κινδυνεύει να μετατοπιστεί στην περιφέρεια του δυτικού κόσμου, όπως η Συρία. Αυτό, σημειώνει ο Μπερσίντσκι, θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος που θα μπορούσε να κάνει ο υπόλοιπος κόσμος, και όχι μόνο επειδή ο Πούτιν και οι εθνικιστές που μπορεί να κυβερνήσουν τη Ρωσία έπειτα από αυτόν θα συνεχίσουν να έχουν εμμονή με την Ουκρανία.