Ο χώρος: Τη σκηνή διασχίζει ένας χαμηλός μαντρότοιχος που εκτείνεται από τη μια άκρη της ως την άλλη. Σκιές από δέντρα και ακαθόριστοι όγκοι διάσπαρτοι εδώ και εκεί. Σκοτάδι που διακόπτεται από μικρές φλογίτσες που τρεμοπαίζουν με τον αέρα. Μια αστραπή φωτίζει φευγαλέα το χώρο που αποκαλύπτεται σ’ όλη τη λευκότητα του. Ένα Κοιμητήριο. Δυο σκιές δρασκελούν τον τοίχο και έρχονται μπροστά. Κρατάνε από ένα πλαστικό μπιτόνι, ένα φακό και μια νάιλον σακούλα.
Τα πρόσωπα: Δυο άντρες. Ο Άλφα και ο Βήτα. Χοντρός ο Άλφα. Λιγνός ο Βήτα.
Ο χρόνος: Βαθειά μεσάνυχτα.
Άλφα: Ιδρώνω! Μην απαντάς, ξέρω το λόγο… Τα πήρες όλα;
Βήτα: Ότι και την τελευταία φορά. Έχει κι άλλα;
Α: Ρωτάω γιατί πάντα κάτι ξεχνάς και δεν έχω διάθεση να τσακώνομαι. Παίρνουμε ότι είναι να πάρουμε και την κάνουμε. Πριν ξημερώσει…
Α: Διαφορετικά;
Β: Διαφορετικά θα ξεσπάσει ντόρος όπως τότε που πήρες την ξένη γλάστρα και την στόλισες στο τάφο της θειάς σου.
Α: Δική της ήταν η γλάστρα. Εγώ την αγόρασα. Τι φταίω εγώ αν την απαλλοτρίωσαν οι συγγενείς μιας ξένης.
Β: Δεν ήταν η μόνη φορά. Ξέχασες τον καυγά που ξέσπασε στο αστικό όταν σε είδαν να κρατάς μια άλλη γλάστρα με πλαστικά λουλούδια κι ένα μικρό ποτιστήρι;
Α : Αυτό ήταν πολύ παλιά.
Β : Ναι αλλά εξ αιτίας σου βάλανε σκοπιές στα μνήματα. Μέχρι τότε μπαινοβγαίναμε ελεύθερα.
Α: Καλά, καλά . Θα προσέχω. Ξεκινάμε;
Β: Περίμενε, μη βιάζεσαι! Δυο κουβέντες ακόμα: πρώτο, δεν πειράζουμε τα καντήλια και δεύτερο, σκούπες, φαράσια, θυμιατήρια, καντηλήθρες, φυτιλάκια, τζάμια, τζαμάκια, λουκέτα κλπ, τα αφήνουμε όπως έχει. Όσο για τα φρέσκα τριαντάφυλλα, πρόσεχε γιατί κάποιοι μαρκάρουν τα κοτσάνια με μανό ! Έχω ακούσει για φοβερές σκηνές στα μπουζούκια, όταν κάποιος βρέθηκε να πετάει τα λουλούδια στα πόδια της φίρμας και αναγνώρισε πως ήταν από το μνήμα του μπατζανάκη του.
Β: Δεν τα αδειάζουμε.
Α: Πας καλά; Τρεις χιλιάδες καντήλια ξέρεις τι λάδι δίνουν;
Β : Δεν σου φτάνει το λάδι που έχουν τα μπουκάλια;
Α: Ποια μπουκάλια; Με την ακρίβεια που έπεσε τα στραγγίζουν αν δεν τα πάρουν μαζί τους. Εγώ, ότι τρώγεται, ότι πουλιέται κι ότι ανταλλάσσεται το παίρνω. Τελεία και παύλα. Κάνε κουμάντο. Άντε να ξεκινήσουμε και ξημέρωσε.
Β: Περίμενε!
Α : Τι είναι πάλι ;
Β: Πώς θα συνεννοηθούμε; Σε πόση ώρα; Θα πάρουμε όπως παλιά την ίδια διαδρομή;
Α: Απόψε πάμε ανάποδα. Αριστερά εσύ, δεξιά εγώ. Θα πιάσω πρώτα τους οικογενειακούς μήπως βρω τίποτα κελεπούρια. Καμιά φορά, ο άλλος μέσα στη τρέλα του ξεχνάει κανένα χρυσαφικό, τίποτα βέρες, φαγώσιμα, καμιά τεκίλα αν ο εκλιπών ήταν μερακλής. Να πίνει τις νύχτες και να ξελαγράρει. Συμφωνείς ;
Β : Δεν ξέρω. Εκείνο που σου επισημαίνω είναι να σβήνεις πάντα το καντήλι όταν ξεσκονίζεις το μνήμα. Μόνο έτσι θα μπουν τα πράγματα σε σειρά και δεν θα μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου. Τώρα για την τεκίλα και τα ρέστα κι εγώ θα την έπινα ευχαρίστως παγωμένη… Άντε ξεκινάμε. Α, μισό λεπτό…
Α: Θεέ μου!
Β: Αν κάτσει καμιά στραβή, πώς θα επικοινωνήσουμε; Είναι κάποιοι μυστήριοι που πλησιάζουν τους συγγενείς και προθυμοποιούνται να ανάβουν τα καντήλια τους και να κρατάνε τσίλιες. Δεν μπορούμε να βάλουμε τις φωνές άμα μπουκάρει κάποιος καντηλανάφτης. Θα αγριέψει ο τόπος. Εγώ λέω να κάνω με το φακό σήματα Μορς πάνω στον τρούλο.
Α: Και πού έμαθες εσύ τα σήματα Μορς ;
Β: Δεν σου έχω πει πως έκανα ματσακώνι στο Εμπορικό Ναυτικό ; Βέβαια ! Μεγάλη ιστορία.
Α: Και πώς βρέθηκες από το ΕΝ, στο κοιμητήριο του Αγίου Τρύφωνα να αδειάζεις καντήλια;
Β: (αναστενάζει) Ας όψεται ο πόλεμος! Από κει ξεκίνησαν όλα. Πόλεμος πατήρ πάντων που λέει κι ο Ηράκλειτος! Υπήρχε μια τάξη, μια σταθερότητα στην αγορά, ε, μόλις έπεσε η πρώτη τουφεκιά ο κόσμος χωρίστηκε στα δυο και σε χρόνο dt οι τιμές πήραν τον ανήφορο. Δεν είμαι κλέφτης συστημικός εγώ, όχι, παιδί του πολέμου είμαι, η ανάγκη με έκανε!
Β: Με βρίσκεις απροετοίμαστο. Δεν είμαι, ψυχολογικά, έτοιμος να αντιπαρατεθώ μαζί σου. Ο φανατισμός σου έχει βαθιές ρίζες.
Α: Το ίδιο και η βλακεία σου. Πες μου ρε, αν αύριο λήξει ο πόλεμος, θα επιστρέψεις το λάδι που σούφρωσες; Θα το δηλώσεις ή θα στραφείς σε άλλου είδους απαλλοτριώσεις και θα κοιτάζεις τη θάλασσα;
Β: Μιλάς εσύ; Σε μένα; Εγώ τουλάχιστον, είμαι κοινωνικά ευαισθητοποιημένος και το αποδεικνύω στην πράξη. Εσύ τι κάνεις; Εσύ, που φταρνιζόσουν στα μούτρα του άλλου ενώ ήσουν τίγκα στο μικρόβιο; Εσύ, που σκαρφίστηκες κάθε είδους συνομωσία για ν’ αποφύγεις το τσίμπημα, ενώ οργίασες με τους ελληναράδες και δεν αφήσατε λιτανεία για λιτανεία και πανηγύρι για πανηγύρι να μη κουνήσετε τους κώλους σας;
Α: Δεν θα σου απαντήσω. Δεν πρόκειται να πέσω στο επίπεδο σου. Εγώ φταίω που σου άνοιξα τα μάτια και λάδωσες το έντερο σου. Από τώρα και στο εξής, χωρίζουμε τα τσανάκια μας και δεν σε είδα δεν σε ξέρω.
Α: Θα φύγω, μιλάω σοβαρά.
Β: Στο καλό και να μας γράφεις.
A: Πριν φύγω, δε θες για τελευταία φορά να φέρουμε μια γύρα να θυμόμαστε ;
Β: Με τίποτα !
Α: Έλα ρε. Τι ψυχή έχει λίγο λαδάκι;
Β: Αν είναι για λίγο… αλλά τελευταία φορά. Μια τελευταία φορά επειδή είμαι κοινωνικά ευαίσθητος και η ταβέρνα της κυρα Μαρίας περιμένει να τηγανίσει.
Α: Να, γι αυτό σ’ αγαπάω. Επειδή νοιάζεσαι. Ζήτω η Ελλάδα μας, ρε!
Β: Ναι, ρε! Ζήτω και πάλι Ζήτω!