Σήμερα η Gazprom κλείνει για προγραμματισμένη συντήρηση τον αγωγό Nord Stream 1, με τα ευρωπαϊκά κράτη να φοβούνται ότι η στρόφιγγα δεν θα ανοίξει πάλι μετά το πέρας των 10 ημερών που ο αγωγός θα είναι κλειστός.
Σφοδρή ανησυχία σε όλη την Ευρώπη, και στη χώρα μας, για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να ληφθούν περιοριστικά μέτρα στην κατανάλωση αερίου και ρεύματος, ενώ για τις τιμές δεν μιλάμε για ανησυχία αλλά για βεβαιότητα εκτροχιασμού.
Όσο η Μόσχα επιμένει στα παιχνίδια με τη στρόφιγγα της παροχής αερίου, η ανησυχία έχει μεταδοθεί και στον Νότο της Ευρώπης όπου οι κυβερνήσεις δεν αποκλείουν ένα ντόμινο διακοπών ρεύματος και αερίου στην περίπτωση που η Gazprom κόψει τις ροές μέσω του Nord Stream 1 στις κεντρικές χώρες είτε κλείσει την κάνουλα του αγωγού Turk Stream από όπου εφοδιάζεται η Ελλάδα.
Η χώρα μας, αν και βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα ως προς την ενεργειακή επάρκεια, ίσως χρειαστεί, αν το ρωσικό αέριο λείψει για εβδομάδες, να περιορίσει την κατανάλωση ρεύματος στις βιομηχανίες.
Σήμερα 11η Ιουλίου, η ρωσική εταιρεία θα διακόψει την παροχή αερίου μέσω του Nord Stream 1 προκειμένου να προχωρήσει σε 10ήμερη συντήρηση του αγωγού. Στις 21 Ιουλίου θα φανεί αν οι Ρώσοι θα κρατήσουν κλειστή τη στρόφιγγα επικαλούμενοι την ανάγκη επέκτασης των τεχνικών εργασιών, λένε αναλυτές του ευρωπαϊκού Τύπου, ή αν θα επαναφέρουν το αέριο στον αγωγό.
Ας σημειωθεί ότι την εβδομάδα που μας πέρασε, η τιμή του φυσικού αερίου επιδόθηκε σε νέο ράλι, φτάνοντας μέχρι και τα 180 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
Η Gazprom έχει ήδη μειώσει τις ροές φυσικού αερίου στο 40% της δυνατότητας του αγωγού, ενώ ως γνωστόν κάποιες χώρες έχουν ήδη αποκοπεί εντελώς.
Από τη μεριά του, το Κρεμλίνο έχει διαβεβαιώσει ότι σκοπεύει να συνεχίσει κανονικά την παροχή του αερίου μόλις τελειώσουν οι εργασίες συντήρησης, προσθέτοντας πάντως ότι οποιαδήποτε προβλήματα ή διαταραχές στην ομαλή λειτουργία του αγωγού θα οφείλονται στις δυτικές κυρώσεις.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο Καναδάς ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες ότι θα «σπάσει» τις κυρώσεις και θα επιστρέψει επισκευασμένες ρωσικές τουρμπίνες στη Γερμανία, οι οποίες απαιτούνται για τη συντήρηση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 1.
Σε περίπτωση που διακοπούν εντελώς οι ροές από τον Nord Stream 1, μετά και το πέρας των εργασιών συντήρησης, έχουν εκφραστεί φόβοι ότι η Ευρώπη δεν θα έχει επαρκή αποθέματα αερίου για τον χειμώνα.
Σε ένα ενδεχόμενο μεγαλύτερης διακοπής αερίου η Γερμανία και άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης θα υποστούν τεράστια οικονομική ζημιά.
Ηδη ενεργειακές εταιρείες όπως η Uniper ζητούν κρατικές ενισχύσεις, ενώ η Γαλλία προχώρησε στην κοινωνικοποίηση του κολοσσού της Edf.
Στην Ελλάδα η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας διαβεβαιώνει πως η χώρα μας σε περίπτωση διακοπής του ρωσικού αερίου θα αντιμετωπίσει τον μικρότερο κίνδυνο σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη καθώς έχει διασφαλισμένες εναλλακτικές πηγές προμήθειας ενέργειας (LNG, λιγνίτης και αέριο από τον αγωγό TAP). Εντούτοις, όπως είπε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης από το συνέδριο του Economist, σε περίπτωση που το ρωσικό αέριο κοπεί σε όλη την Ευρώπη θα επικρατήσει χάος.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, ίσως χρειαστεί να περιορίσει την κατανάλωση στους βιομηχανικούς χρήστες προκειμένου να είναι επαρκής η ηλεκτροδότηση των νοικοκυριών και των μικρότερων επιχειρήσεων.
Την πιθανότητα διακοπής της παροχής του ρωσικού αερίου δεν αποκλείει και ο ίδιος ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, ο οποίος παρουσιάζοντας το Plan B της χώρας είναι προσεκτικός στις διατυπώσεις του. Κάνει λόγο για δυνατότητα ικανοποιητικής ανταπόκρισης σε ένα τέτοιο σενάριο.
Πάντως, η ΔΕΗ έχει θέσει σε λειτουργία και τις επτά λιγνιτικές μονάδες συνολικής ισχύος άνω των 2,3 Γιγαβάτ, τέλος του μήνα το πλωτό δεξαμενόπλοιο που έφτασε στον τερματικό σταθμό LNG της Ρεβυθούσας θα μπορεί να αποθηκεύει πρόσθετες ποσότητες υγροποιημένου αερίου, ενώ και οι πέντε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με διπλό καύσιμο είναι έτοιμες, αν χρειαστεί, να λειτουργήσουν με ντίζελ.
Οι εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς μιλούν για ένα καυτό εξάμηνο, ενώ βλέπουν την εκτόνωση της ενεργειακής κρίσης έπειτα από δύο με τρία χρόνια.