Ο Νίκος Σμυρναίος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα media “συμπεριφέρθηκαν” στην πανδημία και το πως το διαδίκτυο σπάει τη σιωπή τους.
Κατά τη διάρκειας της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης που εξακολουθούμε να βιώνουμε, τα ΜΜΕ, ο τρόπος που κάλυψαν τα γεγονότα αλλά και ο ρόλος των social media ήρθαν και πάλι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Παράλληλα, όλο το προηγούμενο δίμηνο τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό η “κατανάλωση” των media ανέβηκε στο κατακόρυφο από ένα κοινό που διψούσε για πληροφορία. Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν όλες τις μιντιακές πλατφόρμες, νέες και παραδοσιακές, για να περάσουν το δικό τους μήνυμα στον πληθυσμό. Για όλα τα παραπάνω, το News 24/7 ζήτησε και πήρε τη διεισδυτική ματιά του Νίκου Σμυρναίου, καθηγητή στο τμήμα ψηφιακών μέσων στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης.
Θα μπορούσες να μας δώσεις πρώτα απ’ όλα μία γενική θεώρηση για τη συμπεριφορά των κυρίαρχων media στην πανδημία;
Στην Ελλάδα ειδικότερα παρατηρούμε και το φαινόμενο αυθαίρετων συλλήψεων και ξυλοδαρμών πολιτών στις πλατείες, κάτι που μπορεί να ερμηνευθεί ως προσπάθεια αντιπερισπασμού της κοινής γνώμης και καταστολής κάθε αντίδρασης.
Ζεις και εργάζεσαι Γαλλία. Παρατήρησες ομοιότητες στον τρόπο με τον οποίο κυβερνήσεις και media προσέγγισαν την κατάσταση;
Σε ό,τι αφορά τη ρητορική της ελληνικής κυβέρνησης, μπορεί να γίνει μία παρατήρηση. Η επικοινωνιακή στρατηγική και στην Ελλάδα και στη Γαλλία ήταν σχεδόν πανομοιότυπη. Ο τρόπος απεύθυνσης στο κοινό μέσω διαγγελμάτων, η πολεμική ρητορική, ο τρόπος διαχείρισης θεμάτων όπως αυτά του χαμηλού αριθμού διαγνωστικών τεστ, της έλλειψης μασκών κτλ.
Για παράδειγμα σε ότι αφορά το ζήτημα με τις προστατευτικές μάσκες και στις δύο χώρες το επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε σε πρώτο στάδιο ήταν ότι οι μάσκες όχι μόνο δεν χρειάζονται αλλά μπορούν να αποδειχθούν και επικίνδυνες. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι ήταν ένας τρόπος για να δικαιολογηθεί η έλλειψη τους, αφού στο τέλος Απριλίου μας είπαν, και στη Ελλάδα και στη Γαλλία, ότι οι μάσκες είναι απαραίτητες.
Δεύτερο κυρίαρχο στοιχείο ήταν αυτό της πολεμικής ρητορικής. Οι ηγέτες τόνιζαν ότι “είμαστε σε πόλεμο και ότι υπάρχει ένας εχθρός που πρέπει να αντιμετωπίσουμε”. Το συμπέρασμα ήταν ότι όλοι μαζί έπρεπε να πολεμήσουμε εναντίον του κοινού εχθρού. Κάπως έτσι προέκυψε και η λογική της ατομικής ευθύνης. Αυτός που κάνει βόλτες είναι ατομικά ανεύθυνος, προδίδει τον εθνικό σκοπό. Έτσι τα κυρίαρχα ΜΜΕ υπηρέτησαν διπλή αποστολή. Αφενός να “μαζεύουν” τις αντιδράσεις του πλήθους, αφετέρου να προφυλάσσουν την καθεστηκυία τάξη και τις κυρίαρχες δομές εξουσίας από τις δικές τους ευθύνες. Αν έχουμε πολλά κρούσματα, ξέρουμε ποιος θα φταίει, αυτός που είναι ανεύθυνος ατομικά.
Εχεις παραδείγματα;
Θυμάμαι τα ρεπορτάζ από την παραλία της Θεσσαλονίκης στα οποία φέρεται να χρησιμοποιήθηκε ένας ειδικός φακός που έκανε το πλήθος να φαίνεται πυκνότερο. Και στη Γαλλία συνέβη να ξέρετε ακριβώς το ίδιο. Ο ίδιος στιγματισμός των ανθρώπων που έβγαιναν έξω σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι παραβίαζαν του κανόνες.
Υπήρξε επίσης και στιγματισμός συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Στην Ελλάδα ήταν οι Ρομά και οι πρόσφυγες, στη Γαλλία ήταν τα λαϊκά στρώματα που κατοικούν στο Σεν Ντενί που είναι ένα από τα πιο φτωχά προάστια του Παρισιού. Βρέθηκαν πολλοί που είπαν ότι “ιδού, οι αμόρφωτοι φτωχοί με ξένη καταγωγή κυκλοφορούν έξω και εμείς αρρωσταίνουμε”. Κανείς όμως δεν σκέφτηκε να πει ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι στην πλειοψηφία τους εργάτες, υποχρεωμένοι να συνεχίσουν να δουλεύουν έξω παρά τους κινδύνους, με αυξημένα προβλήματα υγείας λόγω έλλειψης περίθαλψης, με δύσκολες υλικές συνθήκες διαβίωσης. Φανταστείτε καραντίνα μίας οικογένειας έξι ατόμων σ’ ένα σπίτι 60 τετραγωνικών…
Κατά την κρίση η “κατανάλωση” των media εκτοξεύτηκε στα ύψη. Πως το εξηγείς; Τι ρόλο έπαιξαν τα διαδικτυακά μέσα;
Οντως, κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι τηλεθεάσεις εκτοξεύτηκαν και η επισκεψιμότητα των ιστοτόπων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία, ανέβηκαν κατακόρυφα. Παρατηρήθηκε όμως και το εξής παράδοξο. Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Ελληνες “κατανάλωσαν” πολύ τηλεόραση αν και είναι το μέσο που εμπιστεύονται λιγότερο.
Στο διαδίκτυο δεν υπάρχουν μόνο τα ενημερωτικά sites αλλά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στα οποία η ενημέρωση συνδυάζεται με το διάλογο και το σχολιασμό. Εκεί λοιπόν παρατηρούνται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τάσεις, όχι απαραίτητα μόνο θετικές.
Η πρώτη έχει να κάνει με την παραπληροφόρηση μέσω των επονομαζόμενων “fake news”, υπήρξε έξαρση του φαινομένου αυτού κατά τη διάρκεια της κρίσης. Εχει προκύψει από έρευνες ότι αυτοί που “καταναλώνουν” και διακινούν τα “fake news” είναι περισσότερο δεξιάς ή ακροδεξιάς τοποθέτησης και ότι αυτοί που δημιουργούν αυτό το όργιο φημών που συχνά παρατηρούμε κάνουν, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ακροδεξιά προπαγάνδα με πολιτικούς στόχους, ιδίως στις ΗΠΑ αλλά και στην Ευρώπη.
Για παράδειγμα είδαμε στις ΗΠΑ ανθρώπους που κυκλοφορούσαν, συχνά οπλοφορώντας, και απαιτούσαν να ανοίξουν τα καταστήματα. Πρόκειται για ακροδεξιούς οπαδούς του Τραμπ που πρωταγωνιστούν στην “κατανάλωση” και διακίνηση παραπληροφόρησης.
Στο διαδίκτυο επίσης παρατηρήθηκε και το φαινόμενο πληροφοριακού πολέμου (information war) μεταξύ κυβερνήσεων και κρατικών υπηρεσιών. Πρόκειται για οργανωμένες καμπάνιες πολιτικής προπαγάνδας που χρησιμοποιούν συχνά ψεύτικους λογαριασμούς και bots για να διακινήσουν την επίσημη γραμμή τους είτε προς το εσωτερικό της χώρας, είτε προς το εξωτερικό. Ένας τέτοιος πόλεμος διεξάγεται μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ για το αν ο κορονοϊός δημιουργήθηκε σε εργαστήρια και από ποιον.
Στη Γαλλία η κυβέρνηση έκανε τεράστιες διαφημιστικές καμπάνιες στο Facebook προσπαθώντας να προσεταιριστεί και οικειοποιηθεί πρωτοβουλίες όπως τα χειροκροτήματα υπέρ των νοσηλευτών για δικό της όφελος. Σε γενικές γραμμές πάντως, η παραπληροφόρηση και τα “fake news” προέρχονται κυρίως από οργανωμένες ομάδες και δομές εξουσίας και διακινούνται μαζικότερα από διασημότητες με μεγάλο κοινό στα social media, όχι από απλούς χρήστες του διαδικτύου.
Ο Τραμπ είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αφού σε επίσημο μπρίφινγκ μίλησε για την την ιδέα του να πίνουμε απολυμαντικά ενάντια στο κορονοϊό ! Αλλά ακόμα και ο Μακρόν ή ο Μητσοτάκης έχουν κάνει κατά καιρούς δηλώσεις που διαστρεβλώνουν ή ωραιοποιούν την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να δημιουργούν σύγχυση και αμφιβολίες στους πολίτες.
Προέκυψαν όμως και άλλα ζητήματα όπως οι επιστημονικές διαφωνίες που έβρισκαν πολύ χώρο, κυρίως στα social media…
Το διαδίκτυο φαίνεται ότι έχει μεταβληθεί σε μία “αρένα” στην οποία δόθηκε μία μάχη κοινής γνώμης για μία σειρά από προβλήματα που σχετίζονται με την πανδημία και την αντιμετώπισή της. Ετσι βρεθήκαμε να γινόμαστε μάρτυρες δημόσιας επιστημονικής διαμάχης.
Στη Γαλλία ας πούμε συζητήθηκε ποικιλοτρόπως το θέμα του αν η χλωροκίνη θεραπεύει τον κορονοϊό. Τέτοιου είδους θέματα όμως είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθούν στον απλό κόσμο. Συνήθως δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο σ’ αυτά, αντιθέτως υπάρχουν επιστημονικά πρωτόκολλα που είναι δύσκολο όμως να κατανοήσουμε οι περισσότεροι μέσω μιας επιφανειακής και εντυπωσιοθηριακής κάλυψης.
Εκεί υπάρχει ο κίνδυνος να προκύψουν λάθος κατανοήσεις, στρεβλώσεις ή χειραγωγήσεις. Όμως, ταυτόχρονα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγιναν ο χώρος στον οποίο τα θέματα της πανδημίας επαναπολιτικοποιήθηκαν. Ενα μεγάλο κομμάτι της αμφισβήτησης, της κριτικής αλλά και του διαλόγου που είναι απαραίτητος σε μια δημοκρατία έλαβε χώρα στο διαδίκτυο. Το γιατί δεν έχουμε μάσκες ή τεστ, το αν θα πρέπει να ανοίξουν ή όχι τα σχολεία, το αν δικαιολογείται τέτοια καταστολή στις πλατείες της Αθήνας όπου συγκεντρώνονται οι νέοι είναι προβλήματα που συζητήθηκαν και αναδείχθηκαν πρώτα στο διαδίκτυο και στη συνέχεια έφτασαν στα παραδοσιακά ΜΜΕ, συνδιαμορφώνοντας έτσι την πολιτική ατζέντα.
Η κρίση του κορονοϊού ανέδειξε ακόμη μια φορά ότι το διαδίκτυο είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό πεδίο δράσης για το κοινωνικό κίνημα αφού του επιτρέπει να σπάει την “ομερτά” των κυρίαρχων ΜΜΕ επιβάλλοντας της συζήτηση σημαντικών ζητημάτων.
Παρατηρήσαμε το φαινόμενο της μεγάλης ανόδου της δημοτικότητας σχεδόν όλων των κυβερνήσεων; Πως θα το εξηγηγείς; Τι ακριβώς συνέβη στη Γαλλία;
Λόγω της κρίσης του κορονοϊού, όπως και στην Ελλάδα, η δημοτικότητα των κυβερνήσεων ανέβηκε σ’ όλην την Ευρώπη ακόμη και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία που είχαν πολλά θύματα. Στη Γερμανία ακόμη περισσότερο γιατί εκεί διαχειρίστηκαν καλύτερα το πρόβλημα αλλά και γιατί υιοθέτησαν μια πιο μετριοπαθή ρητορική χωρίς να αναφερθούν σε πόλεμο κλπ.
Υπάρχει όμως και μία εξαίρεση στα παραπάνω και αυτή είναι η Γαλλία. Τα ποσοστά εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Ο πρώτος λόγος είναι ότι όταν έφτασε η πανδημία η Γαλλία βρισκόταν ήδη για αρκετό καιρό στη δίνη κοινωνικών κινημάτων όπως τα Κίτρινα Γιλέκα ή αυτό εναντίον της απορρύθμισης του συνταξιοδοτικού. Υπήρχε ένας πολύ μεγάλος βαθμός σύγκρουσης μέσα στην κοινωνία που είχε ως στόχο τον Μακρόν.
Ο κόσμος δεν έχει ξεχάσει ότι πριν από λίγες εβδομάδες οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία έγιναν αντικείμενο βίαιης καταστολής από τα ΜΑΤ όταν διαμαρτυρήθηκαν για την υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας.
Επίσης έγιναν πολλά και κρίσιμα λάθη στη διαχείριση της κρίσης, όπως ότι διεξήχθη ο πρώτος γύρος των δημοτικών εκλογών αφού είχαν κλείσει τα σχολεία με αποτέλεσμα να πεθάνουν εκατοντάδες άνθρωποι. Στη συνέχεια ειπώθηκαν πολλά ψέμματα ούτως ώστε να καλυφθούν εκ των υστέρων οι λάθος επιλογές με αποτέλεσμα την καταρράκωση της εμπιστοσύνης του λαού στους κυβερνώντες. Ως αποτέλεσμα οι επόμενοι μήνες στη χώρα προβλέπεται να χαρακτηριστούν από οξεία κοινωνική ένταση και συγκρουσιακότητα.
Ο Νίκος Σμυρναίος διδάσκει στο τμήμα ψηφιακών μέσων του πανεπιστημίου της Τουλούζης. Αντικείμενο της δουλειάς του είναι η κριτική προσέγγιση των ΜΜΕ, της δημοσιογραφίας και του διαδικτύου μέσα από το πρίσμα της πολιτικής οικονομίας και της κοινωνιολογίας.
news247.gr