Ο Ιούνιος είναι ένας μήνας συνδεδεμένος με την Εθνική Ομάδα μπάσκετ. Οι περισσότεροι θα σκεφτείτε, όχι άδικα, το ιστορικό Ευρωμπάσκετ 87 και θα΄χετε δίκιο. Παρόλα αυτά ήταν ένας άλλος Ιούνης, πολύ μακρινός, εκείνος που ξεκίνησε το μαγικό ταξίδι της καλαθόσφαιρας, του μπάσκετ μπωλ, όπως έγραφαν το ωραίο σπορ οι εφημερίδες της εποχής και της εθνικής του εκπροσώπησης.
Στις 25 Ιουνίου 1936 καταγράφηκε ο πρώτος αγώνας του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Στην Κωνσταντινούπολη, υπό το φως των προβολέων και πάνω σε παρκέ (πρωτόγνωρες συνθήκες πολυτέλειας για τους Έλληνας μπασκετμπολίστες) η Τουρκία νικούσε την Ελλάδα 49-12 και δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινήσει…
Τον Ιούνιο του 1936 ο Ολυμπιακός πανηγύριζε το τρίτο από τα πέντε σερί ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα (1933-38, είχε πάρει και το 1931 αλλά μεσολάβησε ο τίτλος του 1932 από τον Άρη), η Εθνική Ομάδα ποδοσφαίρου με πρωταγωνιστή τον Κώστα Χούμη, τον μεγάλο μπαλαδόρο του Εθνικού Πειραιώς, νικούσε 5-1 μέσα στην Αίγυπτο, ο Τζιμ Λόντος μεσουρανούσε ως παγκόσιος πρωτοπαλαιστής στην Αμερική, ενώ οι Έλληνες πρωταθλητές του στίβου ετοιμάζονταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Κάποιοι άλλοι δήλωναν συμμετοχή στην Εργατική Ολυμπιάδα, που είχε αποφασίσει να διοργανώσει η κυβέρνηση του Λαικού Μετώπου στην Ισπανία (σαν απάντηση στην χιτλερική Γερμανία) αλλά δεν άρχισαν ποτέ, καθώς ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος με τους φαλαγγίτες του Φράνκο.
Η εφημερίδα “Αθλητισμός” διοργάνωνε γκάλοπ για τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή με το Γιάννη Βάζο, τον δαιμόνιο σκόρερ του Ολυμπιακού, να νικάει στο νήμα τον Αντώνη Μυγιάκη δυναμικό σέντερ-φορ του Παναθηναϊκού.
Το μπάσκετ σπανίως έβλεπε το φως της δημοσιότητας. Σποραδικά και που δημοσιεύονταν τα αποτελέσματα του πρωταθλήματος (είτε σε τοπικό, είτε σε πανελλήνιο επίπεδο). Μια χούφτα άνθρωποι έπαιζαν με τις δερμάτινες μπάλες (ακόμη δεν είχαν το ορίτζιναλ πορτοκαλί χρώμα) πρώτα στη Θεσσαλονίκη και ύστερα στην Αθήνα. Σιγά-σιγά, όμως, το άθλημα κέρδιζε φίλους.
Η τελική φάση του πανελλήνιου πρωταθλήματος (1936) έγινε στη Θεσσαλονίκη και το κατέκτησε η Νήαρ Ηστ, η οποία είχε αντικαταστήσει την ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν το πανελλήνιο πρωτάθλημα, με τη διοργάνωση να ξεκινάει το 1927-28 αλλά να διακόπτεται μετά το 1930 για τρία χρόνια. Οι Καισαριανιώτες είχαν στις τάξεις τους και έναν Αμερικανό, ονόματι Γουέρλντ, που εργαζόταν ως καθηγητής στο αμερικάνικο κολέγιο.
Οι καθηγητές του κολεγίου ήξεραν μπάσκετ, έδιναν μάλιστα και αγώνες επίδειξης υψηλής τεχνικής σύμφωνα με τον Τύπο, απέναντι σε ομάδες προπονητών. Σε μια απ’ αυτές διαβάζουμε τα ονόματα του Μάικ Στεργιάδη, πιονιέρου του ελληνικού μπάσκετ (και μαθητή του Τζέιμς Νέισμιθ) αλλά και του εμβληματικού Χρήστου Σβωλόπουλου, αθλητή, προπονητή, διαιτητή και αργότερα δημοσιογράφου.
Κάπου εκεί ο ΣΕΓΑΣ που είχε υπό την αιγίδα του τις αθλοπαιδειές αποφάσισε να ανάψει πράσινο φως για την συγκρότηση της Εθνικής Ομάδας.
Ο βετεράνος δημοσιογράφος Σωτήρης Θεολογίδης γνώρισε το μπάσκετ από πολύ μικρός. Απόφοιτος του περίφημου Ε Γυμνασίου, συμμαθητής του Γιάννη Ιωαννίδη και μια τάξη πριν απ’ αυτή του Διονύση Σαββόπουλου, σχεδίαζε τις αθλητικές σελίδες της εφημερίδας “Θεσσαλονίκη” και έγραφε μανιωδώς για μπάσκετ. Το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο “Ιστορίες μέσα από το Καλάθι”.΄
Η παρθενική Εθνική Ομάδα μπάσκετ είναι ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου: “Αφορμή για να μετρήσει τις δυνάμεις της, για πρώτη φορά, η Εθνική μας, ήταν μια πρόσκληση, αλλά και μαζί μια πρόκληση, που δέχθηκε από την Τουρκία.
Η αθλητική ηγεσία της γειτονικής χώρας είχε αποφασίσει να πάρει μέρος στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου (1936), εκεί δηλαδή που είχε γίνει δεκτό για πρώτη φορά, ως ολυμπιακό άθλημα, το μπάσκετ.
Οι Τούρκοι φιλοδοξούσαν να διακριθούν στη διοργάνωση εκείνη και προσκάλεσαν την Εθνική μας, για έναν φιλικό αγώνα προετοιμασίας. Στην Κωνσταντινούπολη, είχαν αγωνιστεί, ήδη, πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες μας.
Ο ΣΕΓΑΣ έκανε αποδεκτό το αίτημα και η Εθνική αναχώρησε, με την καλύτερη δυνατή σύνθεση, χωρίς να τηρηθούν οι σωματειακές ισορροπίες.
Διαβάζοντας τη σύνθεση της, αλλά και τα προσόντα των παικτών, διαπιστώνουμε (με βάση ένα πολύ κατατοπιστικό δημοσίευμα της εφημερίδας Αθλητισμός), ότι κορμός της Εθνικής ήταν η ομάδα του Πανεπιστημίου.
Οι παίκτες που είχαν επιλεγεί ήταν οι εξής:
Άλκης Αγγέλου (Πανεπιστημίου), Φίλιππος Μπαχώμης (Πανεπιστημίου), Νίκος Κουτσαλέξης (Πανεπιστημίου), Γιώργος Σαπουντζάκης (Νήαρ Ηστ), Θεοχάρης Αμαραντίδης (Πειραϊκού), Γιάννης (Γιάγκος) Νανές (Ηρακλή Θεσσαλονίκης), Αντώνης Σκυλογιάννης (Πανελληνίου) και Βασίλης Βάσσης (Πανιωνίου).
Συνοδός της ομάδας ήταν ο Κώστας Νιάτας και προπονητής, ένας παλιός γνωστός μας, ο Μάικ Στεργιάδης, στέλεχος της ΧΑΝ Αθηνών, που δραστηριοποιούταν στην πρωτεύουσα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920.
Το εθνικό συγκρότημα παρουσιαζόταν στο δημοσίευμα ως το «φαβορί» της συνάντησης παρά το ότι ο αγώνας θα γινόταν εκτός έδρας.
Ο συντάκτης έδειχνε να αγνοεί ότι ο αγώνας θα γινόταν σε κλειστή αίθουσα με παρκέ, δηλαδή υπό συνθήκες εντελώς διαφορετικές από εκείνες που αγωνίζονταν, την εποχή εκείνη, οι Έλληνες καλαθοσφαιριστές.
Φαινόταν, επίσης, να αγνοεί ότι οι Τούρκοι καλαθοσφαιριστές, όπως και ο προπονητής τους, ήταν οι περισσότεροι απόφοιτοι της Ροβερτείου Σχολής.
Οι αθλοπαιδιές, και ιδιαίτερα το μπάσκετ, αποτελούσαν μέρος της βασικής τους αθλητικής εκπαίδευσης. Η παρουσία άλλωστε της YMCA στην Κωνσταντινούπολη, είχε προηγηθεί”
Η ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΠΟΝΗΣΗ
Η πρόσκληση του ΣΕΓΑΣ δεν αφορούσε μόνο 8 παίκτες (που ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη) αλλά 20. Η πρώτη προπόνηση έγινε στις 31 Μαΐου 1936, στο Λαϊκό Γυμναστήριο, δηλαδή στο ιστορικό γήπεδο του Φωκιανού, για να μην … μπερδευόμαστε.
Με τίτλο “Οι πρώτοι διεθνείς του μπάσκετ” υπέρτιτλο “Βόσπος και Αγιά Σοφιά” και υπότιτλος “Προπονήσεις και όνειρα”, η εφημερίδα Αθλητική Ημέρα (πρόδρομος της Αθλητικής Ηχούς) είχε μια γλαφυρή περιγραφή εκείνης της ιστορικής “πρώτης” για την Εθνική Ομάδα μπάσκετ.
Η ανυπομονησία των διεθνών να γευτούν το ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε σε μια ενθουσιώδη προπόνηση, όπου ο “σελεξιονέρ” (γαλλιστί ο εκλέκτορας) Κώστας Νιάτας είδε τους υποψήφιους διεθνείς να παρουσιάζονται “γιομάτοι χαρά, συγκίνησι, κέφι και προ παντός όρεξι (σ.σ ορθογραφία και σύνταξη της εποχής). Με τα συναισθήματα αυτά μας έδωσαν ένα πρώτης τάξεως παιχνίδι, γλήγορο, ορμητικό, τεχνικό και αποτελεσματικό. Ένα παιχνίδι με άλλους λόγους, που μας κάνει να πιστεύουε πως ασφαλώς τα εθνικά μας χρώματα θα επιτύχουν πολλά περισσότερα από εκείνα που επέτυχαν τελευταίως στο Βουκουρέστι σε κάποιο άλλο παιχνίδι (υπαινιγμός για τις ήττες της εθνικής ποδοσφαίρου στο βαλκανικό Κύπελλο)…”
Η εφημερίδα γράφει ακόμα ότι είναι καιρός και πρέπει “οι φιλαθλοί μας να γνωρίσουν και να αγαπήσουν μερικά άλλα σπορ που έχουν καθυστερήσει πολύ στον τόπο μας, ενώ είνε ασυγκρίτως ανώτερα, ωφελιμότερα και ευγενέστερα από μερικά άλλα, που δυστυχώς τους έχουν απορροφήσει”
Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι στο διπλό της πρώτης προπόνησης από την μια έπαιξαν οι Βάσσης, Σιδηρόπουλος, Μπαχώμης, Σαπουντζάκης και Αμαραντίδης και από την άλλη οι Α. και Ι Αγγέλου, Κουτσαλέξης, Βάντζης, Μαρινάκος και Χαρμάτος. Την πραγματική 20άδα δεν θα τη μάθουμε ποτέ, αφού ο μεν “Αθλητισμός” σημείωνε ευθαρσώς ότι του … διαφεύγουν όλα τα ονόματα (!) ενώ η “Αθλητική Μέρα” έγραφε ότι ο κ.Νιάτας “έμεινε κατενθουσιασμένος με τους ανωτέρω εξ παίκτας (τα αδέρφια Αγγέλου και οι Κουρσαλέξης, Μπαχώμης, Σαπουντζάκης, Αμαραντίδης) οίτινες θα αποτελέσουν και την εθνικήν ομάδα συμπληρουμένη με τους Σκυλογιάννην, Νανέν και Ανδρίτσον. Εμπρός με το καλό! Η αρχή έγινε! Κι η “αρχή είναι το ήμισυ του παντός…”
Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ, ΟΙ ΝΕΟΣΣΟΙ ΚΑΙ Ο … ΚΑΤΣΑΡΙΔΑΣ!
Ο “Αθλητισμός” επανέρχεται για να παρουσιάσει με πρωτοποριακό τρόπο τους διεθνείς που θα ταξίδευαν εν τέλει στην Κωνσταντινούπολη. Το κείμενο δεν έχει υπογραφή, πρέπει όμως να ανήκει σε κάποιον μπασκετμπολίστα, καθώς και λεπτομέρειες γνωρίζει για τον καθένα ξεχωριστά και σε κάποια στιγμή αποκαλύπτει ότι δεν επιχείρησε ποτέ να κλέψει την μπάλα από τον Σαπουντζάκη!
Η εφημερίδα προτρέπει τους οπαδούς του φουτμπολ να προσέξουν το μπάσκετ, γιατί αξίζει τον κόπο” σημειώνει την καθυστέρηση εκ μέρους του ΣΕΓΑΣ για την συγκρότηση των Εθνικών Ομάδων των αθλοπαιδειών, βάζει, όμως, μια άνω τελεία και σχολιάζει: “Τέλος πάντων. Η αρχή έγινε έστω κι αργά. Άλλωστε “ποτέ δεν είνε αργά”. Κι ας παρηγορηθούμε με αυτή την σκέψιν. Να παρηγορηθούμε, δηλαδή, ελπίζοντας πως η διεθνής συνάντησις της προσεχούς εβδομάδος θα σημάνη την απαρχήν μιας καλλιτέρας αύριον δι ένα τόσον σπουδαίον, καρποφόρον και ωφέλιμον αλλά παρημελημένο τμήμα του αθλητισμού μας”
Να όμως ποιοι ακριβώς ήταν οι πρώτοι διεθνείς μπασκετμπολίστες:
Φ.Μπαχώμης: “Από τους πιο παληούς παίκτας του μπάσκετ. Αγωνίζεται από του 1927 ως κεντρικός (σέντερ) κυνηγός του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το αθηναϊκόν πρωτάθλημα του 1933 έγινε αφορμή να μας παρουσιασθή η έκπληξις του Μπαχώμη… Σήμερον δικαίως κατέχει, κατά γενικήν ομολογίαν, τον τίτλον του “καλλίτερου μπασκετμπωλίστα της Ελλάδος”. Αληθινός μαέστρος, εμψυχώνει τους παίκτας της ομάδος του με το ανωτέρα κλάσεως παιχνίδι του και το ακατάβλητο σθένος του…Πρέπει να πούμε πως είνε και ο υψηλότερος παίκτης της ομάδας. Μόλις … 1.95 (σ.σ θεόρατος για τα δεδομένα της εποχής). Είνε ηλικίας 23 ετών και ωρίσθη δια παμψηφίας, ως αρχηγός της πρώτης εθνικής μας ομάδος”.
Α. Αγγέλου: “Η μεγάλη αποκάλυψις του εφετινού πρωταθλήματος. Εύρημα του δαιμόνιου Στεργιάδη, κατόρθωσε μέσα σε δυο χρόνια που παίζει Μπάσκετ να αναδειχθεί το καλύτερο γκραντ (γκαρντ, εννοεί) απ’ όσα έχει μας έχουν παρουσιάσει οι ελληνικές ομάδες… Είνε μόλις δυο πόντους πιο κοντός. Δηλαδή 1.93μ. Αγων 19 Μαΐους, έχει και τον τίτλον του Βενιαμίν της ομάδος”.
Ν.Κουτσαλέξης: “Συμβαδίζει με τον Αγγέλου στην εξέλιξι, στο ύψος, στην ομάδα, στην ηλικία, στους τίτλπους. Εύρημα και αυτός του Στεργιάδη, νεοσσός εις την ομάδα που κέρδισε με το “σπαθί της” το πρωτάθλημα…. Αγωνίζεται και αυτός από διετίας (είνε μόλις 19 ετών… τρεις μέρες μεγαλύτερος από τον Αγγέλου) και έχει ύψος 1.90. Διαβλέπομεν εις το πρόσωπόν του έναν από τους πιο εξελίξιμους παίκτας…”
Θ. Αμαραντίδης: “Ο άνθρωπος λάστιχο! Ο άνθρωπος κατσαρίδα! Ο άνθρωπος διάβολος! Να τι είνε ο Αμαραντίδης. Σε αυτόν θα αρχίσω ανάποδα. Έχει ύψος 1.65! Και όμως είνε σίφουνας, η ντρίπλα του κομψοτέχνημα, το σουτ του γκολ…. Είνε 25 χρονών (έτσι λέει δηλαδή. Ο Θεός και η ψυχή του)… Πρωτόπαιξε στον Εθνικό, ύστερα στη Νήαρ Ηστ, κατόπιν πάλι στον Εθνικό, μετά στον Πειραϊκό και από του χρόνου στο Πανεπιστήμιο, αφού ο παλίμπας (σ.σ έτσι τον αποκαλούσε ο Μπαχώμης) θυμήθηκε ύστερα από 7-8 χρόνια ότι είναι φοιτητής!”
Γ. Σαπουντζάκης: “Ο Μπαχώμης λέει γι αυτόν “πρόκειται περί ενός αληθινού ταλέντου”… Είνε αριστοτέχνης της ντρίπλας και ο ομητικότερος παίκτης. Αλλά τι τα θέλετε; Για να κατάλαβη κανείς τον Σαπουντζάκη πρέπει να είνε αντίπαλος του. και ο υποφαινόμενος είχε την… ατυχία να να βρεθή κάμποσες φορές στη θέσι αυτή. Θέλετε να μάθετε τι έκανα; Δεν τόλμησα ποτέ να αποπειραθώ να τον κόψω! …. Το ύψος του Σαπουντζάκ είναι 1.85 και η ηλικία του 22 χρόνα. Τώρα είναι έφεδρος ανθυπολοχαγός και γυμνάζει κάθε μέρα τους στρατιώτες του στο … Μπάσκετ”.
Ι. Νανές: “Τον εθαυμάσαμε στο περισυνό πρωτάθλημα μπάσκετ, εις τον οποίον η ομάδα του (Ηρακλής Θεσσαλονίκης) ανεδείχθη πρωταθλήτρια. Παίζει γκαρντ από το 27 και θα αποτελέση μετά του Αγγέλου την ιδεωδέστερα άμυνα που μπορούσαν ποτέ να παρουσιάσουν τα εθνικά μας χρώματα. Ο Νανές έχει ύψος 1.88 και είνε 25 χρονών”.
Α. Σκυλογιάννης: “Η αντοχή , το σθένος και η τέχνη προσωποιημένα. Να τι είνε ο Σκυλογιάννης. Ευκίνητος, αποτελεσματικός, σθεναρός κυνηγός. Ακούραστο, ταχύ, εξυπνότατο μπακ (sic). Επιδίδεται με την ίδια επιτυχία σ’ όλες τις αθλοπαιδειές γι αυτό δικαίως έχει αποκαλεσθή ο πρύτανις των αθλοπαιδειών… Το άσχημο είνε ότι ο καϋμένος είνε φαντάρος και φοβάται μήπως κατά το τουρνέ τους εξαντλήση ο … Σαπουντζάκης όλη την αυστηρότητά του….Το ύψος του Σκυλογιάννη είνε 1.76 και η ηλικία του 22 χρονών”.
Β Βάσσης: ¨Ο πιο φιλότιμος και συμπαθής παίκτης της ομάδας. Αγωνίζεται από χρόνια με “την καρδιά του” και είνε χωρίς υπερβολή ο εμψυχωτής του Πανιωνίου. Η εκλογή του ως τρίτου γκαρντ της εθνικής ομάδος αποτελεί μιαν επιτυχίαν της επιτροπής αθλοπαιδειών. Έχουμε την απόλυτη πεποίθησι στην μεγάλη του φιλοτιμία και στο καλό του παιχνίδι, γι αυτό πιστεύουμε πως θα καλύψει δεόντως τα τυχόν δημιουργηθησόμενα κενά”.
ΑΝΩΜΑΛΗ ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΚΕ (ΚΑΙ ΕΛΕΩ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ)
Παρά την αισιοδοξία που υπήρχε πριν από το ματς, λόγω του ταλέντου αλλά και των σωματικών προσόντων των πρώτων διεθνών, το ξεκίνημα της Εθνικής Ομάδας έμοιαζε με ανώμαλη προσγείωση. Ο Σωτήρης Θεολογίδης εξηγεί στο βιβλίο του, πως διαμορφώθηκε το βαρύ 49-12 υπέρ των Τούρκων:
“Ο πρώτος αγώνας διεξήχθη στις 25/6, υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες για την Εθνική μας, η οποία συνετρίβη με 49-12! Συγκεκριμένα, η Εθνική μας αγωνίστηκε βράδυ, στην κλειστή αίθουσα της YMCA της Κωνσταντινούπολης (το τηλεγράφημα την αναφέρει ως ΧΑΝ), υπό το φως των προβολέων, δηλαδή υπό συνθήκες εντελώς πρωτόγνωρες για Έλληνες καλαθοσφαιριστές.
Το αποτέλεσμα του α΄ ημιχρόνου (13-4) δείχνει, ότι, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος, έδωσαν σκληρή μάχη.
Εντούτοις, η ανταπόκριση από την Πόλη, επικεντρώθηκε μόνον στη διαιτησία του Τούρκου «ρέφερι», την οποία χαρακτήρισε «σκανδαλώδη».
Σύμφωνα με όσα μεταδόθηκαν από την Πόλη, οι αποφάσεις του είχαν σαν αποτέλεσμα, η ελληνική ομάδα να αγωνιστεί στο β΄ ημίχρονο χωρίς τους Αγγέλου και Σαπουντζάκη, που ήταν και οι καλύτεροι παίκτες της.
Οι δύο διεθνείς μας υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν, έπειτα από «ανύπαρκτα προσωπικά σφάλματα» που τους είχε χρεώσει.
Τους πόντους της Εθνικής μας σημείωσαν οι εξής: Μπαχώμης, Αγγέλου 4, Σκυλογιάννης 4, Νανές 2, Αμαραντίδης 2, Σαπουντζάκης, Βάσσης και Κουτσαλέξης.
Στον πάγκο της τουρκικής ομάδας βρισκόταν ένας γνώστης του αθλήματος, ο Τούρκος Ναντόλσκι, που ήταν παράλληλα και καθηγητής στη Ροβέρτειο Σχολή.
Η σύνθεση της ομάδας του ήταν, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο διαδίκτυο, η εξής: Ναϊλί Μοράν (Γαλατασαράι, αρχηγός), Φεριντούν Κοραί (Γαλατασαράι), Σαντρί Ουσλούογλου (Γαλατασαράι), Χαζνταρί Πένσο (Μπαρκχομπά), Τζακ Χαμπίμπ (Μπαρκχομπά), Ντιονίς Σακαλάκ (Κουρτουλούς), Χαϊρί Αρσεμπούκ (Γαλατασαράι) και Νιχάτ Ερντούγκ (Γαλατασαράι).
Τους πόντους για τους νικητές Τούρκους πέτυχαν: Χαμπίμπ 20, Ουσλούογλου 11, Πένσο 6, Κοραί 4, Μοράν 4, Σακαλάκ 2 και Αρσεμπούκ 2″
Ήταν και για την Εθνική Τουρκίας ο πρώτος της διεθνής αγώνας. Οι γείτονες φάνηκαν περισσότερο έτοιμοι, ο Ναϊλί Μοράν αρχηγός της ομάδας ήταν ένας πραγματικός υπεραθλητής. Δισκοβόλος, μποξέρ, κολυμβητής, πολίστας, έπαιξε 481 αγώνες μπάσκε, ενώ μετά την λήξη της καριέρας του έγινε διαιτητής, όπως, δηλαδή, και ο Αντώνης Σκυλογιάννης που το 1960 σφύριξε στο ολυμπιακό τουρνουά της Ρώμης.
Δυο μήνες αργότερα, μάλιστα, ταξίδευαν μέχρι το Βερολίνο για να πάρουν μέρος στο πρώτο τουρνουά μπάσκετ των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου αποκλείστηκαν στα προκριματικά με δυο ήττες (από τη Χιλή με 30-16 και από την Αίγυπτο 33-23)
Σύμφωνα με τον ελληνικό Τύπο, αλλά και τις μαρτυρίες των Ελλήνων διεθνών, σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ήττας έπαιξε ο Τούρκος ρέφερι του αγώνα. H “Αθλητική Ημέρα” έγραφε ότι η διαιτησία ήταν τόσο σκανδαλώδης που μετά τα “τα 10 πρώτα λεπτά ήρχισαν να τον αποδοκιμάζουν -προς τιμήν των- και οι Τούρκοι φίλαθλοι, εκτός των ομογενών οι οποίοι κατηγανακτησμένοι εκ της καταφώρου αδικίας, ήρχισαν εγκαταλείποντες με προφανή απογοήτευσιν το γήπεδον φωνάζονες εις τους παίκτας μας, όπως τους ακολουθήσουν και αυτοί. Εν τέλει ο … διαιτητής ενίκησε την Εθνική Ελληνικήν ομάδα με 49-12”
Ο “Αθλητισμός” πρόσθετε στην ίδια ανταπόκριση ότι “οι διεθνείς μας βαρέως φέροντες την ανέλπιστον και πρωτοφανούς αδικίας, ήταν εντελώς αμίλητοι, επιφυλασσόμενοι να ομιλήσουν την εσπέρα της προσεχούς Παρασκευής”
Η ΡΕΒΑΝΣ, ΤΑ ΣΚΙΤΣΑ ΚΑΙ ΟΙ … ΠΙΝΕΛΙΕΣ
Οι δυο ομάδες ξανάπαιξαν ως μικτές ομάδες Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Αυτή τη φορά οι Έλληνες ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι και πήραν τη νίκη. Ο Σωτήρης Θεολογίδης σημειώνει:
“Ακολούθησε, μετά από δύο ημέρες, ο αγώνας των μικτών ομάδων Αθηνών-Κωνσταντινούπολης, δηλαδή της Εθνικής μας χωρίς τον Νανέ. Δεν γνωρίζουμε τη σύνθεση με την οποία αγωνίστηκε η τουρκική ομάδα. Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν τελείως διαφορετικό, αφού το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, ως μικτή Αθηνών, πήρε τη «ρεβάνς» με 27-19.
Οι Τούρκοι δεξιώθηκαν την ελληνική αποστολή, η οποία και επέστρεψε με τον ίδιο τρόπο στις 2 Ιουλίου.
Η ίδια εφημερίδα των Αθηνών φιλοξένησε τις εντυπώσεις των Κουτσαλέξη, Μπαχώμη και Αγγέλου, από τους δύο αγώνες, σε ρεπορτάζ που υπογράφει ο Νίκος Γκούμας (που υποδέχθηκε αλλά δεν συνόδευσε την αποστολή).
Και οι τρεις διεθνείς έδωσαν έμφαση στον παράγοντα διαιτησία, αλλά και στο ότι αγωνίστηκαν όχι απλώς κουρασμένοι, αλλά «τσακισμένοι» από το ταξίδι. «Την πραγματική μας αξία τη δείξαμε στο δεύτερο παιχνίδι», υποστήριξαν.
Από την πλευρά του ο Στεργιάδης δε χαρίστηκε στους παίκτες του και είπε ότι «στο πρώτο παιχνίδι, όλοι πήραν 0, ενώ στο δεύτερο ο Σκυλογιάννης και ο Βάσσης 10 και οι υπόλοιποι 8».
Δυστυχώς από τον δεύτερο αγώνα δεν διασώθηκαν άλλες λεπτομέρειες και ο αγώνας, καθώς επρόκειτο για ομάδες πόλεων, δεν καταχωρήθηκε στην ιστορία της Εθνικής Ομάδας. Εν τω μεταξύ ο Νίκος Γκούμας, αργότερα ο πρώτος αθλητικός συντάκτης που έγινε δεκτός στην ΕΣΗΕΑ, έκανε ένα ρεπορτάζ, που αποτύπωσε τις εντυπώσεις των διεθνών αλλά και το παρασκήνιο του ταξιδιού τους στην Κωνσταντινούπολη. Σκίτσα, εντυπώσεις και πινελίες που έγραφε ο υπότιτλος του άρθρου.
Ο συνάδελφος Νίκος Μπουρλάκης, τον προηγούμενο Φεβρουάριο, είχε δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα της ΕΟΚ το σπαρταριστό κείμενο του αείμνηστου Ν.Γκούμα. Εκεί διαβάσαμε για τον χορευτή Μάικλ Στεργιάδη, τον “κουρτινέ” (λόγω πουκαμίσου) Αμαραντίδη, που ξυπνούσε κάθε πρωί πρώτος απ’ όλους για να πλένει το μοναδικό ζευγάρι κάλτσες που είχε πάρει μαζί του (ξέχασε τα υπόλοιπα στην Αθήνα), την συγκίνηση των παικτών όταν ο κόουτς Στεργιάδης έβαλε τη μικρή του κόρη μετά τη νίκη στον δεύτερο αγώνα να τους φιλήσει έναν, έναν, τις σκηνές στο παζάρι της Κωνσταντινούπολης με τον ψηλέα Μπαχώμη να βγάζει το κεφάλι του και να φωνάζει “τεσεκιούρ εντερίμ” (ευχαριστώ), τον Νανέ που είχε 4 κοστούμια, αλλά γυρισε με δυο γιατί “στα χανουμάκια αρέσουν τα κοστούμια” και τα (πανάκριβα) λουκούμια που είχαν ανακαλύψει και … λιανίσει οι Βάσσης και Σκυλογιάννης.
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ 1997
Το 1997 η ΕΟΚ σε πρωτοποριακές εκδόσεις της είχε βγάλει ένα βιβλιαράκι για τα 61 χρόνια της Εθνικής Ομάδας. Κι εκεί διασώθηκαν οι μαρτυρίες του Άλκη Αγγέλου, που μετά το μπάσκετ ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα έγινε καθηγητής της συγκριτικής φιλολογίας στο ΑΠΘ, ιδρύοντας ταυτόχρονα τον εκδοτικό οίκο “Ερμής” αλλά και του Νίκου Κουτσαλέξη.
Τα περιπετειώδη ταξίδια με τα καράβια “Ρομάνια” (στο πήγαινε) και “Βασιλιάς Κάρολος” (στο έλα), είχαν μείνει ανεξίτηλα στη μνήμη τους: “Μας κάλεσαν οι Τούρκοι, δική τους ήταν η πρωτοβουλία και τη δεχθήκαμε μετά χαράς” έλεγε ο Άλκης Αγγέλου, προσθέτοντας: “Διαβάζω κι ακούω ότι ο Γιαννάκης σταμάτησε στις 351 συμμετοχές κι εκστασιάζομαι. Εμείς παίξαμε τότε δυο ματς, από τα οποία διασώθηκε μόνο το πρώτο και χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια για να ξαναμαζευτεί η Εθνική Ομάδα, τις παραμονές του πολέμου.
Κι έξι χρόνια μετά, θυμάμαι ότι έγινε το τρίτο ματς στην ιστορία της Εθνικής Ομάδας, πάλι με τους Τούρκους. Δεν είχαμε και πολλές πολυτέλειες, εκείνη την εποχή, παίζαμε μια στις τόσες και κάθε φορά που τύχαινε κάτι τέτοιο, πετούθσαμε την σκούφια μας από τη χαρά μας. Άλλες εποχές τότε, άλλες τώρα, που το μπάσκετ κυριαρχεί στη ζωή μας”
Ο Νίκος Κουτσαλέξης είχε πει από την πλευρά του: “Οι Τούρκοι ήταν καλύτεροι από εμάς, αλλά είχαμε και ένα παραπάνω πρόβλημα. Εμείς μέχρι τότε παίζαμε στο χώμα, ενώ οι Τούρκοι μας έβαλαν σε παρκέ, όπου η μπάλα έκανε διαφορετικό γκελ και μέχρι να καταλάβουμε τι γινόταν χάσαμε”.
Ογδόντα έξι χρόνια μετά, η Εθνική Ομάδα μετράει περισσότερους από 1.000 αγώνες και +600 νίκες, σε μια μαγευτική διαδρομή που συνεχίζεται με εκείνο τον ενθουσιασμό των οκτώ πιονιέρων του προπονητή και του συνοδού τους, που έμπαιναν στο πλοίο Ρομάνια, ανυποψίαστοι ότι από τα δικά τους χέρια θα γραφόταν το πρώτο κεφάλαιο μιας χρυσής ιστορίας…