Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μεταφέρει τον ελληνικό πολιτισμό στις εσχατιές της Ασίας.
Στην κοιλάδα της Φεργκάνα, στο σημερινό Τατζικιστάν, είχε ιδρύσει την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, στον ποταμό Ιαξάρτη (σημερινό Σιρ Νταριά) την οποία αποίκησε με Έλληνες.
[Σχολιο του erevnw.blogspot:Να μην ξεχνάμε την εκστρατεία του Διονύσου πριν τον Μ.Αλεξανδρο.]
Οι εκεί Έλληνες και ντόπιοι τελούσαν υπό το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτρίας μέχρι το 160 π.Χ. περίπου, όταν βαρβαρικά φυλές κατέκτησαν τη γύρω περιοχή και τους απομόνωσαν.
Οι Έλληνες τον 3ο αι. π.Χ. είχαν εκστρατεύσει μέχρι το κινεζικό Τουρκμενιστάν και την περιοχή του Γιουνάν.
Το βασίλειο των Ελλήνων και των απογόνων τους στη Φεργκάνα ήταν γνωστό στους Κινέζους ως Νταγιουάν που σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «μεγάλοι Ίωνες», δηλαδή Έλληνες.
Οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας Εσχάτης (σημερινή Χουζάντ) διατηρούσαν σχέσεις με την Κίνα και στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Χαν.
Σύμφωνα με Κινέζο περιηγητή που είχε μεταβεί στο βασίλειο περί το 130 π.Χ. η χώρα των Νταγιουάν είχε πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, υψηλό πολιτισμό και στρατό 60.000 ανδρών.
Ο πόλεμος:
Η σύγκρουση μεταξύ της Κίνας των Χαν (202 π.Χ. – 9 μ.Χ. & 25 μ.Χ. – 220 μ.Χ.) και του ελληνιστικού βασιλείου, σύμφωνα με την κινεζική παράδοση, προκλήθηκε από τη άρνηση των Ελλήνων να πουλήσουν στους Κινέζους πολεμικούς ίππους που διέθεταν για τις ανάγκες του στρατού του Κινέζου αυτοκράτορα.
Δυναστεία Χαν, κατασκευασμένο από χαλκό. |
Αυτό θεωρήθηκε μεγάλη προσβολή και ο αυτοκράτορας Γου διέταξε τον στρατηγό του Λι Γκουάνγκ Λι να εκστρατεύσει κατά των αλαζόνων Νταγιουάν, διαθέτοντάς του 6.000 ιππείς και 20.000 πεζούς στρατολογημένους από τα κατακάθια της κινεζικής κοινωνίας.
Το 104 π.Χ. η κινεζική στρατιά ξεκίνησε.
Ωστόσο οι τελευταίοι αποδείχθηκαν απρόθυμοι και οι Κινέζοι χρειάστηκε αρκετές φορές να πολεμήσουν, να κάψουν και να λεηλατήσουν.
Συνεχίζοντας την επίπονη πορεία τους οι Κινέζοι έφτασαν στα σύνορα των Νταγιουάν αλλά μέχρι τότε ο στρατός τους είχε υποστεί τρομακτική φθορά.
Σαν να μην έφτανε αυτό οι Κινέζοι ηττήθηκαν κατά κράτος στη μάχη του Γιουκτσένγκ και κακήν – κακώς υποχώρησαν.
Η κινεζική στρατιά καταστράφηκε ολοσχερώς.
Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας δεν απογοητεύτηκε. Το 102 π.Χ. συγκρότησε μια τεράστια στρατιά 60.000 πεζών και 30.000 ιππέων την οποία ακολουθούσαν 100.000 βοοειδή και 20.000 υποζύγια.
Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας δεν απογοητεύτηκε. Το 102 π.Χ. συγκρότησε μια τεράστια στρατιά 60.000 πεζών και 30.000 ιππέων την οποία ακολουθούσαν 100.000 βοοειδή και 20.000 υποζύγια.
Οι Κινέζοι, υπό τον στρατηγό Λι και πάλι, ακολούθησαν το ίδιο δρομολόγιο, αλλά αυτή τη φορά η ισχύς των δυνάμεών τους δεν άφηνε περιθώρια στους φυλάρχους.
Έτσι πέρασαν χωρίς σοβαρά προβλήματα από το Σινγιάνγκ και την έρημο.
Η τεράστια κινεζική στρατιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια Εσχάτη που οι Κινέζοι αποκαλούσαν Ερσί και την πολιόρκησαν.
Η τεράστια κινεζική στρατιά έφτασε στην Αλεξάνδρεια Εσχάτη που οι Κινέζοι αποκαλούσαν Ερσί και την πολιόρκησαν.
Οι αμυνόμενοι επιχείρησαν έξοδο αλλά αποκρούστηκαν.
Η πολιορκία δεν εξελισσόταν ευχάριστα για τους Κινέζους, μέχρι που κατάφεραν να κόψουν την τροφοδοσία της πόλης με νερό.
Παρόλα αυτά μόνο ύστερα από 40 ημέρες άγριων τειχομαχιών οι Κινέζοι κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στο εξωτερικό τείχος και να εισέλθουν σε τμήμα της πόλης.
Παρόλα αυτά μόνο ύστερα από 40 ημέρες άγριων τειχομαχιών οι Κινέζοι κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στο εξωτερικό τείχος και να εισέλθουν σε τμήμα της πόλης.
Υποχωρώντας στο εσωτερικό τείχος μερίδα ευγενών ζήτησε συνθηκολόγηση υπό όρους.
Οι Κινέζοι, εξαντλημένοι και οι ίδιοι δέχτηκαν ζητώντας όμως το κεφάλι του βασιλιά της πόλης που στα κινεζικά κείμενα αναφέρεται ως Γουγκουά το οποίο οι προδότες ευγενείς του το παρέδωσαν. Επίσης ζήτησε την παράδοση 3.000 πολεμικών ίππων.
Αποχωρώντας, χωρίς να έχει εκπορθήσει την πόλη, ο Κινέζος στρατηγός Λι Γκουάνγκ Λι ενθρόνισε έναν εκ των ευγενών τους βασιλείου, τον αποκαλούμενο στα κινεζικά κείμενα Μικάι και αποχώρησε.
Από τους 90.000 άνδρες τους όμως μόνο 11.000 επέστρεψαν λόγω της φθοράς κατά την πολιορκία κυρίως, αφού στη δεύτερη εκστρατεία τους οι Κινέζοι είχαν μαζί τους τρόφιμα, τρόφιμα τους δόθηκαν και από τους Νταγιουάν, μετά την συνθήκη και δεν παρενοχλήθηκαν από τοπικούς φυλάρχους παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Οι Κινέζοι, εξαντλημένοι και οι ίδιοι δέχτηκαν ζητώντας όμως το κεφάλι του βασιλιά της πόλης που στα κινεζικά κείμενα αναφέρεται ως Γουγκουά το οποίο οι προδότες ευγενείς του το παρέδωσαν. Επίσης ζήτησε την παράδοση 3.000 πολεμικών ίππων.
Αποχωρώντας, χωρίς να έχει εκπορθήσει την πόλη, ο Κινέζος στρατηγός Λι Γκουάνγκ Λι ενθρόνισε έναν εκ των ευγενών τους βασιλείου, τον αποκαλούμενο στα κινεζικά κείμενα Μικάι και αποχώρησε.
Από τους 90.000 άνδρες τους όμως μόνο 11.000 επέστρεψαν λόγω της φθοράς κατά την πολιορκία κυρίως, αφού στη δεύτερη εκστρατεία τους οι Κινέζοι είχαν μαζί τους τρόφιμα, τρόφιμα τους δόθηκαν και από τους Νταγιουάν, μετά την συνθήκη και δεν παρενοχλήθηκαν από τοπικούς φυλάρχους παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Ωστόσο η κινεζική εκστρατεία απέτυχε ουσιαστικά.
Το 101 π.Χ. οι ευγενείς Νταγιουάν σκότωσαν τον βασιλιά Μικάι που θεωρήθηκε μαριονέτα των Κινέζων και ανέβασαν στο θρόνο τον αδερφό του νεκρού βασιλιά Γουγκουά. Οι Κινέζοι δεν αντέδρασαν και περιοριστήκαν να αποκαταστήσουν τις εμπορικές και διπλωματικές τους σχέσεις με το βασίλειο του Νταγιουάν.
Ο πόλεμος των «ουράνιων αλόγων» έληξε με στρατηγική ήττα των Κινέζων.