Μας ήθελε και τις δύο. Όταν η Τούλα του είπε ότι θα φύγει, έγινε έξαλλος. Πήρε λουκέτα και κλείδωσε κάθε πόρτα και παράθυρο του σπιτιού. Τη μοιραία ημέρα αρνήθηκε να κάνει έρωτα μαζί του και εκείνος άρπαξε ένα ξύλο και την σκότωσε”.
Αυτά θα πει η σύζυγος του δολοφόνου στην αστυνομία για ένα έγκλημα, που θα στείλει και την ίδια στη φυλακή. Για τη δολοφονία της 27χρονης Ευστρατίας Μαμώλου, στις 22 Ιανουαρίου το 2002, στη πόλη της Μυτιλήνης. Μέχρι το 2005 όμως θα κυκλοφορεί ελεύθερη μαζί με τον άντρα της, καθώς οι αρχές δεν γνώριζαν τίποτα για τον φόνο.
Πώς ξεκίνησαν όμως όλα;
Το καλοκαίρι του 2000 η Ευστρατία ‘Τούλα’ Μαμώλου θα χωρίσει με τον σύζυγό της, ο οποίος και θα πάρει την επιμέλεια του παιδιού τους. Θα ψάξει ένα σπίτι για να μείνει. Θα προσφερθεί να τη φιλοξενήσει ο 32χρονος ηλεκτρολόγος Κώστας Μπουτάρας, με τον οποίο είχαν ερωτική σχέση προτού ακόμα εκείνη παντρευτεί. Το παράξενο στην υπόθεση είναι ότι και ο ηλεκτρολόγος ήταν πια παντρεμένος, πράγμα που σημαίνει ότι προσκάλεσε την πρώην σύντροφό του να μείνει στο ίδιο σπίτι με την νυν γυναίκα του. Και πράγματι αυτό θα συμβεί, μία συγκατοίκηση που θα κρατήσει δύο χρόνια και σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα παράξενο ερωτικό τρίο.
Οι γείτονές θα περιγράψουν αργότερα στην αστυνομία το ζευγάρι ως “ψυχικά διαταραγμένο”, έναν χαρακτηρισμό άδικο έως και ρατσιστικό για τους ψυχικά ασθενείς συνανθρώπους μας, ο οποίος αποδίδεται με τόση ευκολία αριστερά δεξιά. Το γεγονός είναι πάντως ότι το παιδί που είχαν αποκτήσει είχε ήδη παραδοθεί σε ίδρυμα, προτού μετακομίσει στο σπίτι τους η Μαμώλου. Είχαν κριθεί ακατάλληλοι να το φροντίζουν και είχε παρέμβει η κοινωνική υπηρεσία της Μυτιλήνης.
Η σχέση που έχει αναπτυχθεί μεταξύ και των τριών θα περιγραφεί αρκετά αργότερα από πολλούς μάρτυρες στο δικαστήριο, όπου θα γίνει λόγος και για βιντεοσκοπήσεις των ερωτικών συνευρέσεων τους. Συνευρέσεις που τελείωσαν το 2002 όπως είπαμε και πιο πάνω όταν ο Μπουτάρας θα σκοτώσει την άτυχη γυναίκα. Η σύζυγός του θα ισχυριστεί ότι έφταιγε η άρνησή της να κάνει ομαδικό σεξ εκείνο το βράδυ. Η αλήθεια ίσως να ήταν ότι πια ήθελε να φύγει απ’ το σπίτι. Οι συγγενείς της είχαν καταλάβει ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και της είχαν πει να τους εγκαταλείψει. Είχε φτάσει μέχρι και σε σημείο να πουλάει μικροπράγματα για να τους ενισχύει οικονομικά. Ακόμη και ο πρώην σύζυγός της, ανησυχούσε. Την είχε προτρέψει να φύγει, χωρίς όμως να εισακουστεί.
Ο Μπουτάρας θα της λιώσει το κεφάλι με ένα ξύλο. Στη συνέχεια θα τη ρίξει στο τζάκι του σπιτιού και θα κάψει το πτώμα της. Κάποια απ’ τα οστά της και λίγη απ’ την στάχτη της, θα τα τοποθετήσει σε ένα πλαστικό κασελάκι το οποίο θα κρατά δίπλα στο τζάκι του για τρία χρόνια, μέχρι δηλαδή να συλληφθεί.
Τον Μάρτιο του 2005, η σύζυγός του, η Αρετή Διόλατζη, μετά από έναν ακόμη καβγά τους, θα τα εκμυστηρευτεί όλα σε έναν φίλο της. Εκείνος με τη σειρά του θα μιλήσει στην αστυνομία, με σκοπό να ελαφρύνει τη θέση του γιου του, ο οποίος είχε συλληφθεί για διακίνηση ναρκωτικών.
“Με έβαλε να ορκιστώ στο γιο μου και μου άνοιξε την καρδιά της”, θα πει στους αστυνομικούς. “Ο Μπουτάρας βασάνιζε συνέχεια τη σύζυγό του, εκβιάζοντάς την να μην φύγει από κοντά του, αλλιώς θα τη σκότωνε. Γι’ αυτό είχε γεμίσει όλους τους χώρους του σπιτιού με κάμερες παρακολούθησης. Με την απειλή όπλου την ανάγκαζε να κάνει έρωτα μαζί του. Μία ημέρα που αρνήθηκε, την απείλησε ότι θα πνίξει τον σκύλο της”.
Οι αστυνομικοί θα κάνουν έφοδο στο σπίτι, θα βρουν το κασελάκι με τα απομεινάρια της άτυχης γυναίκας και ο δράστης θα αναγκαστεί να ομολογήσει. Η μικρή κοινωνία της Μυτιλήνης, αλλά και ολόκληρη η Λέσβος θα συγκλονιστεί.
Εκτός απ’ το στυγερό έγκλημα, η έρευνα θα αποκαλύψει και δεκάδες βιντεοκασέτες, στις οποίες εμφανίζονταν ο Μπουτάρας με τη Μαμώλου σε ερωτικές περιπτύξεις, τις οποίες είχε μαγνητοσκοπήσει η γυναίκα του. Το ζευγάρι θα προφυλακιστεί.
Η δίκη θα γίνει έναν χρόνο μετά στη Σάμο. Οι συγγενείς του θύματος θα περιγράψουν μια “σχέση υποταγής” που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στο ζευγάρι και την Μαμώλου.
“Η γυναίκα μου δεν έχει να κάνει τίποτα με τον φόνο της Τούλας”, θα υποστηρίξει στην απολογία του ο Μπουτάρας, παίρνοντας πάνω του το έγκλημα. “Άκουγα φωνές”, θα συμπληρώσει για να δημιουργήσει την εικόνα ανθρώπου με ψυχικές διαταραχές, χωρίς όμως να πείσει τους δικαστές. Δεν θα του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία και επιπλέον κάθειρξη 18 ετών για αρπαγή με σκοπό τη συνουσία, βιασμό και περιύβριση νεκρού. Η σύζυγός του θα αθωωθεί για τη δολοφονία της γυναίκας, αλλά θα καταδικαστεί σε κάθειρξη 11 ετών για συνέργεια στην αρπαγή.