Αποκαλυπτική εικόνα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Καταδίκασαν τις διατάξεις για τα ΑΕΙ οι εκπρόσωποι των πανεπιστημίων καταγγέλλοντας απουσία διαβούλευσης. Ικανοποιημένοι από τις διατάξεις για την Εκκλησία και την συζήτηση που προηγήθηκε οι εκπρόσωποι της ιεραρχίας.
Αν ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο για να εφαρμοστεί χρειάζεται ένα ελάχιστο συναίνεσης από το τμήμα της κοινωνίας που αφορούν οι ρυθμίσεις του, τότε το νομοσχέδιο της Νίκης Κεραμέως για το νέο πλαίσιο λειτουργίας των ΑΕΙ, μάλλον …δεν θα εφαρμοστεί. Η πανεπιστημιακή κοινότητα αντιτίθεται στις βασικές διατάξεις του, όπως καταδείχθηκε περά από κάθε αμφιβολία κατά την διάρκεια της συζήτησής του την Παρασκευή στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, όπου εξέφρασαν την θέση τους οι εκπρόσωποι των πανεπιστημιακών φορών. Αντιθέτως οι διατάξεις του νόμου που αφορούσαν ρυθμίσεις σχετικές με την εκκλησία φαίνεται πως προκάλεσαν …ενθουσιασμό στους ιερατικούς φορείς που παραβρέθηκαν στην συνεδρίαση.
Μεγάλος απών από την σχετική συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ήταν οι φοιτητές. Η κυβερνητική πλειοψηφία δεν αποδέχθηκε να κληθούν εκπρόσωποι των φοιτητικών συλλόγων στην διαδικασία παρά το γεγονός ότι αποτελούν το σημαντικότερο ίσως τμήμα της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Το θέμα αυτό έθιξε με παρατήρησή του ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Φίλης αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η εικόνα μιας αίθουσας με υπερεκπροσώπηση του εκκλησιαστικού θεσμού, μιλήσανε 40 με 50 λεπτά οι εκπρόσωποι, περίπου μια ώρα, και την απόλυτη έλλειψη εκπροσώπησης φοιτητών και φοιτητριών, δείχνει μια Ελλάδα στραμμένη προς το παρελθόν, μια Ελλάδα που φοβάται να αντικρίσει το καθαρό πρόσωπο του μέλλοντός της. Είναι μια επιλογή και αυτή. Μια επιλογή που σφραγίζει αρνητικά τη συζήτηση επί του νομοσχεδίου. Ενός νομοσχεδίου που συνάντησε κατά την ακρόαση των φορέων την οριστική, αμετάκλητη και κάθετη αντίδραση των πανεπιστημιακών φορέων, με εξαίρεση πρόσωπα που έχουν διοριστεί από την κυβέρνηση σε θέσεις όπως ο Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ».
Οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων του διδακτικού και διοικητικού προσωπικού των πανεπιστημίων όπως και των πρυτανικών αρχών ήταν σαφέστατες. Άπαντες κατήγγειλαν την απουσία διαβούλευσης (σε αντίθεση με τους εκκλησιαστικούς φορείς που μίλησαν για διαβουλεύσεις μηνών σχετικά με τις διατάξεις που τους αφορούν) αλλά και την διαφωνία τους στην κεντρική λογική του νομοθετήματος. Θυμίζουμε ότι το νομοσχέδιο θα συζητηθεί και θα ψηφιστεί την ερχόμενη εβδομάδα στην Ολομέλεια της Βουλής. Αξίζει επίσης να επισημανθεί πως την αντίθεσή τους στο νομοθέτημα έχουν εκφράσει όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Το όχι της πανεπιστημιακής κοινότητας
Ο Πρόεδρος της Συνόδου Πρυτάνεων Ευάγγελος Διαμαντόπουλος ανέφερε πως «εξετάζοντας το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσουμε ότι επί της ουσίας ελήφθη υπόψιν ένα εξαιρετικά μικρό μέρος των προτάσεων που κατατέθηκαν από τη Σύνοδο Πρυτάνεων, ενώ είναι διάχυτη η απογοήτευση ότι αγνοήθηκαν, τόσο οι αποφάσεις της Συνόδου Πρυτάνεων όσο και της συντριπτικής πλειοψηφίας των Συγκλήτων, αλλά και άλλων θεσμικών οργάνων και συνδικαλιστικών πανεπιστημιακών οργανώσεων». Τόνισε ότι «το νομοσχέδιο εισάγει μια υπό-ρύθμιση εισερχόμενο συχνά σε ακαδημαϊκού τύπου και ουσίας ζητήματα, τα οποία είτε θα ήταν καλύτερα να ρυθμίζονται από τον Εσωτερικό Κανονισμό των ιδρυμάτων ή θα απαιτήσουν μελλοντικά ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις». Επίσης σημείωσε ότι «ανατρέπεται η απευθείας και χωρίς αλλοιώσεις εκλογή των οργάνων διοίκησης από το σύνολο των μελών ΔΕΠ και άλλων κατηγοριών προσωπικού παλαιότερα».
Ανάλογη κριτική υπήρξε και από τον Γιάννη Νηματούδη, Πρόεδρο της Εκτελεστικής Γραμματείας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού. Όπως δήλωσε «είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Πανεπιστημίου, που προτείνεται η κατάργηση των πρυτανικών εκλογών και ο διορισμός του Πρύτανη από τα 6 μέλη του Συμβουλίου Διοίκησης. Συγχρόνως, υπάρχει μια καθολική αντίδραση από την ακαδημαϊκή κοινότητα στο προτεινόμενο νομοσχέδιο, κυρίως, για το θέμα του μοντέλου διοίκησης». Πρόσθεσε ότι «η ΠΟΣΔΕΠ συναντήθηκε με την Υπουργό μόνο μια φορά στις 18 Μαρτίου 2022, όπου η κυρία Υπουργός μας εξέφρασε τις σκέψεις της για τους 4 πυλώνες, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στο θέμα της διοίκησης, το οποίο ανακοίνωσε μόνο όταν δημοσίευσε το νομοσχέδιο».
Κατηγορηματική αντίθεση και από την εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Ειδικού και ΑΕΙ (ΠΟΣΕΕΔΙΠ-ΑΕΙ). Η αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας Ελένη Λουτράρη δήλωσε ότι η τριτοβάθμια οργάνωση «έχει ήδη διατυπώσει δημόσια τις θέσεις της για το παρόν σχέδιο νόμου και ομόφωνα υποστηρίζει τη μη ψήφισή του στο σύνολό του, καθώς αντιτίθεται στους βασικούς άξονες, που αποσκοπούν στη κατάληψη του αυτοδιοίκητου και την επιβολή μιας συγκεντρωτικής δομής διοίκησης, στη πλήρη εναρμόνιση του λειτουργικού πλαισίου των ΑΕΙ με τους κανόνες ιδιωτικών ανωνύμων εταιρειών, την υποβάθμιση των πτυχίων, την επιβολή ενός αυταρχικού πλαισίου λειτουργίας στα Α.Ε.Ι., την υπονόμευση των φοιτητικών συλλόγων, τη περαιτέρω ενίσχυση της εργασιακής επισφάλειας μέσα από την επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και τον κατακερματισμό των εργασιακών σχέσεων όλων των κατηγοριών προσωπικού».
Αρνητικός και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ειδικού Τεχνικού Εργαστηριακού Προσωπικού Στέφανος Καρβέλης. Τόνισε πως «για εμάς, οι νόμοι οι οποίοι έρχονται, τους βλέπουμε και τους έχουμε ανάγκη με σκοπό να αντιμετωπίσουμε πολύ κρίσιμα και σοβαρά ζητήματα του κλάδου, που βελτιώνουν την καθημερινότητα μας. Και όχι μόνο αυτό. Υποστηρίζουν και την εν γένει λειτουργία των ακαδημαϊκών μονάδων, γιατί λύνονται σοβαρά ζητήματα. Δυστυχώς, σε αυτόν τον προτεινόμενο νόμο, δεν βλέπουμε να γίνεται κάτι τέτοιο».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Εκπαιδευτικού Προσωπικού ΑΕΙ , Δέσποινα Δημητριάδου. Επισήμανε πως «δεν υπήρξε συζήτηση με τον κλάδο μας ούτε επί της αρχής, ούτε για θέματα κλαδικά. Κληθήκαμε απλά να καταθέσουμε τα σχόλιά μας σε μια προσχηματική δημόσια διαβούλευση και αναρωτιόμαστε αν κάποιος τις έχει καν διαβάσει όταν ακόμη και η διόρθωση της σειράς αναφοράς του κλάδου δεν έχει γίνει δεκτή και συζητάμε για ένα νομοσχέδιο που αλλάζει ολοκληρωτικά το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο». Πρόσθεσε ότι «το νομοσχέδιο, ορίζεται καθοριστικά από τη διασύνδεση των Ανώτερων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων με την αγορά και την επιχειρηματικότητα σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση, που καλύπτει συχνά και με υπουργικές ανάγκες, όσο και στη διάρθρωση του πανεπιστημίου και στην αποστολή του. Ρυθμίσεις που το καθιστούν επί της ουσίας χώρο εκπαίδευσης εξειδικευμένων εργατών που προορίζονται για εγχώριες ξένες ή ντόπιες επιχειρήσεις, βιομηχανίες και αγορές».
Τέλος η πρόεδρος της ΟΔΠΤΕ (διοικητικό προσωπικό τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) Νίκη Χρονοπούλου δήλωσε ότι «σαν Ομοσπονδία είμαστε εξ ολοκλήρου αντίθετοι με το κατατεθημένο σχέδιο νόμου, καθώς πρόκειται για σαρωτικό νομοθέτημα που περικλείει νομοθετικές ρυθμίσεις σειράς ετών τις οποίες οι εργαζόμενοι στα πανεπιστήμια έχουμε καταδικάσει διαχρονικά και που ολοκληρώνει τη μετατροπή των πανεπιστημίων σε αυτόνομες επιχειρηματικές μονάδες απομακρύνοντάς τα ακόμα περισσότερο από τις μορφωτικές ανάγκες των φοιτητών».
Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας
Στον αντίποδα της παραπάνω εικόνας καταδίκης του νομοθετήματος από τους εκπροσώπους της πανεπιστημιακής κοινότητας ήταν οι τοποθετήσεις των …ρασοφόρων στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής. Σχεδόν άπαντες εξέφρασαν την ευαρέσκειά τους για ζητήματα που ρυθμίζονται στο νομοσχέδιο και αφορούν θέματα των σχέσεων εκκλησιών. Διαβεβαίωσαν μάλιστα ότι υπήρξε πλήρης και διεξοδική συνεργασία του υπουργείου Παιδείας με τους εκκλησιαστικούς φορείς.
Εκ μέρους του Πατριαρχείου ο Μητροπολίτης Υπέρτιμος και Έξαρχος Ασίας Βαρθολομαίος σημείωσε ότι «είναι μια εκκρεμότητα, η οποία ρυθμίζεται μετά την παρέλευση εβδομήνταετίας και πλέον να καθοριστεί το νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας των Ιερών Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Δωδεκάνησο και στην Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου, οι οποίες ως γνωστόν έχουν την άμεση κανονική και εκκλησιαστική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο». Επισήμανε ότι «τα εκπονηθέντα άρθρα, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο ευρύτερο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ικανοποιούν απόλυτα το Οικουμενικό Πατριαρχείο».
Ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριφερσάλων Τιμόθεος εκπροσωπώντας την Εκκλησία της Ελλάδας δήλωσε πως «με το άρθρο 347 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου λύνεται ένα διαχρονικό πρόβλημα στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά όπως ήδη αναφέρθηκε και στις άλλες τοπικές Εκκλησίες που συμπεριλαμβάνονται στον ευρύτερο χώρο της Ελλάδος. Η πολιτεία για πρώτη φορά έχει προβλέψει με τον νόμο 2200/1940 πληθυσμιακό κριτήριο για την σύσταση της Ενορίας».
Αντίστοιχη τοποθέτηση υπήρξε από τον Δημήτριο Μηλιανθάκη, νομικό σύμβουλο της Εκκλησίας της Κρήτης που δήλωσε ότι «θέλουμε να εκφράσουμε την απόλυτη ικανοποίησή μας για το περιεχόμενο των διατάξεων και αναμένουμε μία ευρεία συναίνεση» όπως και τον πρόεδρο του Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδας Γεώργιο Σέλη που είπε αναφορικά με τις διατάξεις για προσλήψεις κληρικών ότι «θέλω να εκφράσω την αμέριστη ικανοποίηση των κληρικών της Ελλάδος τους οποίους εκπροσωπώ,διότι ένα θέμα το οποίο χρόνιζε, ως μη όφειλε, επι πολλές δεκαετίες, μπαίνει σε μία σειρά. Οφείλω θερμές ευχαριστίες στην κυρία Υπουργό».