Νησί γνωστό στην αρχαιότητα για τη λατρεία της Ουρανίας ή Κυθερείας Aφροδίτης, τα Κύθηρα αποικίστηκαν από Φοίνικες και αποτέλεσαν σημαντικό εμπορικό σταθμό και κέντρο αλιείας της πορφύρας, στην οποία οφείλονται οι δύο άλλες αρχαίες ονομασίες τους: Πορφυρούσα και Πορφυρίς.
Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στα Κύθηρα ανάγονται στη Νεολιθική Εποχή (5η/4η χιλιετία π.Χ.).
Οι Μινωίτες ίδρυσαν στην περιοχή του Αβλέμονα αποικία, ενώ στο νησί εγκαταστάθηκαν από τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ. Μυκηναίοι.
Τον 8ο αιώνα π.X. τα Κύθηρα δέχτηκαν δωριείς αποίκους από το Άργος.
Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.X. πέρασαν στην κυριαρχία των Λακεδαιμονίων.
Λόγω της γεωγραφικής τους θέσης αποτέλεσαν αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη, στην κατοχή της οποίας παρέμειναν από την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.) έως τη Ρωμαιοκρατία.
Τη Βυζαντινή Εποχή τα Kύθηρα ακολούθησαν την τύχη των άλλων Eπτανήσων και από τον 4ο αιώνα αποτέλεσαν σημαντικό ασκητικό καταφύγιο.
Μετά τη Δ’ Σταυροφορία πέρασαν στα χέρια του ενετικού οίκου Bενιέρη και στη συνέχεια υπήχθησαν απευθείας στο ενετικό κράτος.
Η ζωή στο νησί οργανώθηκε κατά τα ενετικά πρότυπα και σημειώθηκε ακμή, που διακόπηκε από την καταστροφική επίθεση του Χαϊρεντίν Mπαρμπαρόσα (1537).
Ιδιαίτερη σημασία για το νησί είχε η εγκατάσταση προσφύγων (Kρητικών, Πελοποννησίων και Στερεοελλαδιτών) κατά το 17ο αιώνα.
Ύστερα από σύντομη τουρκική κατοχή, το νησί ξαναπέρασε, με τη συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), στους Ενετούς.
Το 18ο αιώνα στο νησί ιδρύθηκαν εμπορικοί σταθμοί και προξενεία, σημειώθηκε δε οικονομική άνθηση.
Στα κατοπινά χρόνια τα Κύθηρα ακολούθησαν κοινή ιστορική πορεία με τα άλλα Επτάνησα και ενώθηκαν με την Ελλάδα στις 21 Μαΐου 1864.
*Όλες ανεξαιρέτως οι φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο προέρχονται από το διαδικτυακό τόπο του Δήμου Κυθήρων (kythira.gr).