Η τρικυμία στις διεθνείς αγορές, η διαρκής άνοδος του πληθωρισμού, αλλά και του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ και η επανάκαμψη του Ψυχρού Πολέμου δημιουργούν έναν εκρηκτικό κλοιό για την ελληνική οικονομία.
Σε κλοιό ασύμμετρων απειλών βρίσκεται η ελληνική οικονομία σε μια συγκυρία που, υπό κανονικές συνθήκες, θα στόχευε την γρήγορη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, μετά την έξοδο από την μεταμνημονιακή εποπτεία. Στο φόντο αυτό συνεδριάζει την Πέμπτη το Eurogroup, με ένα από τα θέματα να είναι η 14η και τελευταία Έκθεση Αξιολόγησης με την οποία ανοίγει η πόρτα της εξόδου της χώρας από την Ενισχυμένη Εποπτεία και παράλληλα της εισόδου σε μιας μορφής Ευρωπαϊκή κανονικότητα, όπως αυτή την Ισπανίας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας.
Ωστόσο, με δεδομένες τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, κυρίως π.χ. σε θέματα ανταγωνιστικότητας, επενδυτικής υστέρησης, θεσμικών ανεπαρκειών, ο δρόμος της προαναφερόμενης εξόδου και βέβαια της πολυπόθητης ανάκτησης μια βιώσιμης οικονομικής πορείας αλλά και της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας είναι στρωμένος με “αγκάθια”. Κι αυτό παρά τη σημαντική “στήριξη” που φαίνεται να λαμβάνει η χώρα από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, που εν μέσω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης προχώρησαν σε αναβαθμίσεις, την ύπαρξη του κομβικού “μαξιλαριού” ρευστότητας των 39 δισεκ. αλλά και τη μειωμένης έκθεσης του Ελληνικού χρέους στην επιτοκιακή καταιγίδα.
Στο φόντο αυτό, λοιπόν, συναντάται σήμερα ο Χ. Σταϊκούρας με το Γερμανό ομόλογό του Κ. Λίντνερ, σε μια συζήτηση με μενού μεταξύ άλλων και το κουαρτέτο των κινδύνων, που ναρκοθετούν την όλη πορεία της οικονομίας.
Στασιμοπληθωρισμός
Πιο συγκεκριμένα το κύμα ακρίβειας, που απειλεί καθημερινά νοικοκυριά κι επιχειρήσεις και οι προειδοποιήσεις για φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού αναμένεται να τεθούν επί τάπητος. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον κίνδυνο παρατεταμένου στασιμοπληθωρισμού που θα θυμίζει την περίοδο της δεκαετίας του ’70 προειδοποιεί η Παγκόσμια Τράπεζα, σε έκθεσή της, ενώ μειώνει τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας για φέτος, σύμφωνα με την Wall Street Journal.
Επικαλούμενη τη ζημιά από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την πανδημία Covid-19, η τράπεζα, αναφέρει, ότι η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να υποχωρήσει στο 2,9% το 2022 από 5,7% το 2021, σημαντικά χαμηλότερη από την πρόβλεψή της τον Ιανουάριο για ανάπτυξη 4,1%. Παράλληλα βλέπει χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης και για το 2023 και το 2024.
Ήδη, βέβαια, το διεθνές περιβάλλον αρχίζει να δείχνει τα πρώτα σημάδια κινδύνου. Π.χ. η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, αγοράς βασικής για τον ελληνικό τουρισμό αλλά και τις εξαγωγές συρρικνώθηκε τον Απρίλιο, αφότου κατέγραψε στασιμότητα τους δύο προηγούμενους μήνες, με τα στοιχεία να δείχνουν τον αντίκτυπο της αύξησης των τιμών στις δαπάνες των νοικοκυριών και στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, παρότι οι αναλυτές σε δημοσκόπηση του Reuters προέβλεπαν άνοδο 0,1%.
Σε εγχώριο, δε, επίπεδο, με βάση Έρευνα ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για την Εξαμηνιαία αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις προδιαγράφεται μια ιδιαίτερα δυσοίωνη κατάσταση για έναν πολύ μεγάλο αριθμό κυρίως πολύ μικρών επιχειρήσεων, που, όπως τονίζεται, απαιτεί σοβαρή βελτίωση ή ακόμα και διεύρυνση των εργαλείων και των μέτρων διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με το κόστος ενέργειας.
Ενεργειακοί κίνδυνοι
Επίσης, το ενεργειακό, ένα θέμα που “καίει” Ελλάδα και Γερμανία, έστω κι αν κάθε χώρα έχει τα δικά της αγκάθια προσθέτει προκλήσεις στην πορεία συνολικά της ΕΕ. Η μεν Γερμανία αντιμετωπίζει το φάσμα της πλήρους απεξάρτησης από τη Ρωσία με τη βιομηχανία της να καλείται να βρει εναλλακτικές μετά από χρόνια φτηνής ενεργειακής τροφοδοσόιας, αλλά και την Ελλάδα να αναζητά απαντήσεις στο ράλι τιμών και στις ανεπάρκειες της εγχώριας αγοράς.
Και βέβαια σε όλα αυτά έρχεται και η ξέφρενη πορεία των τιμών του πετρελαίου, που ακόμη είναι η βάση για τις οικονομίες της Δύσης. Υπενθυμίζεται ότι πριν λίγες μέρες ο Jamie Dimon, Διευθύνων Σύμβουλος της JP Morgan σήμανε ένα ηχηρό SOS σε σχέση με το “θολό” τοπίο για τις ενεργειακές πρώτες ύλες ένεκα πράσινης μετάβασης αλλά και του πολέμου. Ανάλογη και η εκτίμηση της Goldman Sachs που εκτιμά ότι η ανισορροπία στην προσφορά του πετρελαίου που έχει προκληθεί εξαιτίας του πολέμου αλλά και η αύξηση της ζήτησης μετά τον έλεγχο της πανδημίας μπορούν κάλλιστα να στείλουν τη διεθνή τιμή του πετρελαίου στα 140 δολάρια το βαρέλι.
Το σπιράλ ανόδου των τιμών των καυσίμων τροφοδοτείται βέβαια περαιτέρω και από την πορεία της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου καθώς μια μια περαιτέρω διολίσθηση του ευρώ ενισχύσει την εκτόξευση της τιμής του “μαύρου χρυσού” που τιμολογείται πάντα σε δολάρια. Άρα απαιτούνται περισσότερα ευρώ για την αγορά ενός βαρελιού πετρελαίου, καθώς μάλιστα η ισοτιμία πάει σταδιακά προς το 1-1.
Κόστος δανεισμού
Με όλα αυτά τα φαινόμενα στο πεδίο, δηλαδή τον πληθωρισμό που χτυπά τη ζήτηση, τις ΜμΕ, κυρίαρχες στον ελληνικό οικονομικό χάρτη, να απειλούνται από το ενεργειακό κτλ, ο προβληματισμός για την πορεία της οικονομίας εντείνεται, καθώς μάλιστα, διαφαίνονται δυσκολίες στις χρηματοδοτήσεις των επιχειρήσεων λόγω της αύξησης του κόστους χρήματος μετά και τις αποφάσεις της ΕΚΤ. Κι αυτό παρά την ύπαρξη σημαντικών εργαλείων για τα οποία αναμένεται σχετική ενημερωτική δράση από τα Υπ. Οικονομικών και Ανάπτυξης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόδοση του 10ετούς, από το 0,8% που ήταν τον Ιούλιο του 2021, ξεπέρασε την Παρασκευή το 4,3%, ενώ στην πρόσφατη έκδοση 12μηνων εντόκων το επιτόκιο έφτασε στο 0,83%, από -0,23% που ήταν σε αντίστοιχη δημοπρασία που έγινε στις αρχές Μαρτίου. Ουσιαστικά, αν και οι ανάγκες εξυπηρέτησης τω=ου χρέους δεν είναι μεγάλες η πορεία του κόστους δανεισμού της χώρας δημιουργεί έντονο προβληματισμό την ώρα που οι ανάγκες για στήριξη είναι μεγάλες από το κρατικό ταμείο, αλλά και που οι τράπεζες καλούνται να ανοίξουν με ανταγωνιστικό τρόπο τις κάνουλες, ειδικά προς τις ΜμΕ.
Εν όψει και των αναμενόμενων αλλά εδώ και αρκετό καιρό εγκρεμνών κινήσεων για δανεισμό από το υπ. Οικονομικών ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει τα όσα λέει ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ολιβιέ Μπλανσάρ. “Η κύρια ανησυχία μου για την ΕΚΤ είναι ότι για να πείσεις τους επενδυτές ότι το spread θα παραμείνει χαμηλό, πρέπει να τους πείσεις ότι θα κάνεις ό,τι χρειασθεί. Εάν οι επενδυτές πιστεύουν ότι κάνετε μικρή προσπάθεια αλλά όχι αρκετή, θα εξακολουθούν να απαιτούν μεγαλύτερο spread. Ανησυχώ σε αυτό το στάδιο ότι η ΕΚΤ δεν έχει μια διαδικασία με την οποία μπορεί να παρέμβει επαρκώς για να το αντιμετωπίσει αυτό και υποψιάζομαι ότι αυτό θα αποτελέσει ζήτημα για τα επόμενα ένα – δύο χρόνια” ανέφερε ο κορυφαίος οικονομολόγος.
Ήδη, βέβαια, το γερμανικό 10ετές ομόλογα έχει “πετάξει” πάνω από το 1,6%, η Ιταλία “συναγωνίζεται” (4,1%) την την Ελλάδα (4,4%) που βρίσκεται και πάλι στα επίπεδα του 2019.
Γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Το κοκτέιλ κινδύνων συμπληρώνει βέβαια και η νέα φάση του Ψυχρού Πολέμου που δημιουργεί νέα δεδομένα και ασυνέχειες σε σχέση με τις μέχρι τώρα ιστορικές εμπειρίες. Πέρα από την έξαρση του αναθεωρητισμού έρχεται και η νέα χάραξη ενεργειακών δρόμων αλλά και πρώτων υλών εντείνοντας τις αβεβαιότητες, που αναμένεται να ενσκήψουν με περισσότερη ένταση όταν, βέβαια, το ελληνικό καλοκαίρι αρχίζει θα ξεθωριάσει.