Μία χώρα. Ένας θεσμός. Ένας «γάμος» που κράτησε σχεδόν μισό αιώνα. Και τώρα το «διαζύγιο». Η επόμενη μέρα στο πολυσυζητημένο και πολυαναμενόμενο για εκατομμύρια πολιτών Brexit είναι πια γεγονός και από τα μεσάνυχτα της προηγούμενης Παρασκευής (01:00 ώρα Ελλάδος) το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί και τυπικά παρελθόν για τον άλλοτε «συνοδοιπόρο» του, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλοι, εντός και εκτός Βρετανίας, παρακολούθησαν το προδιαγεγραμμένο τέλος μίας κρίσης που ξεκίνησε από το επίμαχο δημοψήφισμα του 2016 και μετά από πολλά σκαμπανεβάσματα, αναλύσεις, ατελέσφορες συζητήσεις και εναλλαγές στη βρετανική ηγεσία, αυτό δόθηκε εν μέσω συγκίνησης, πανηγυρικών εορτασμών, προβληματισμού αλλά και απογοήτευσης. Αντιφατικά συναισθήματα για ακόμα μία φορά στη χώρα που έχει απασχολήσει όσο λίγες τη διεθνή κοινότητα τα προηγούμενα χρόνια, καλούμενη πλέον να διαμορφώσει ένα μέλλον μακριά από τα δεδομένα της ΕΕ.
Από την 1η Φεβρουαρίου, λοιπόν, η Μεγάλη Βρετανία συνιστά και εν τοις πράγμασι την πρώτη χώρα που αποχωρεί από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα με τις «ευλογίες» της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ευρωκοινοβουλίου. Αυτό που χρειάστηκε ήταν 621 ψήφοι υπέρ, 49 κατά και 13 αποχές, κηρύσσοντας και επίσημα την έναρξη μίας νέας φάσης διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες προκειμένου οι δύο πλευρές να αποφασίσουν τη μορφή των σχέσεων και της μελλοντικής συνεργασίας τους. Κι όλα αυτά σε μία μέρα η οποία «χρωματίστηκε» από τους ήχους του σκωτσέζικου τραγουδιού “Auld Lang Syne”, το ειρωνικό αντίο του Νάιτζελ Φάρατζ και των λοιπών ευρωβουλευτών του κόμματος του Brexit, τη συνολική θλίψη, τα δάκρυα, τους εναγκαλισμούς, την άμεση υποστολή των σημαιών Βρετανίας-ΕΕ αλλά και τη δέσμευση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την αέναη ευρωπαϊκή στήριξη και τους αρραγείς βρετανο-ευρωπαϊκούς δεσμούς.
Είναι γεγονός ότι, έπειτα από 47 ολόκληρα χρόνια, το άλλοτε ιδρυτικό κράτος-μέλος της ΕΕ συνιστά πια τρίτη χώρα που βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο. Αναδιανομή των 73 βρετανικών εδρών σε νέα κράτη-μέλη ή άλλες χώρες, κανένα δικαίωμα συμμετοχής ή εκπροσώπησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και άλλα προπύργια της Ένωσης, κανένα εξίσου δικαίωμα στην εργασία και την απασχόληση Βρετανών επί των ευρωπαϊκών θεσμών με εξαίρεση την κατοχή διπλής υπηκοότητας χαρακτηρίζουν, από το μεσημέρι της 31ης Ιανουαρίου, το βρετανικό πέρασμα στη νέα τάξη πραγμάτων. Πολλώ δε μάλλον όταν, θεωρητικά μέσα στους επόμενους δέκα μήνες, θα πρέπει να τεθούν επί τάπητος τα εξής καίρια ζητήματα: τα δικαιώματα των Βρετανών σε ευρωπαϊκές χώρες και αντίστοιχα των Ευρωπαίων επί βρετανικού εδάφους, το ελεύθερο εμπόριο, ο θεμιτός ανταγωνισμός, η προστασία του ευρωπαϊκού επιχειρείν, το χρηματικό ποσό που οφείλει να καταβάλει το Ηνωμένο Βασίλειο στην ΕΕ και τα «σκληρά σύνορα» στην περίπτωση της Ιρλανδίας. Μία περίοδος που σίγουρα δεν είναι και δεν χαρακτηρίζεται εύκολη αλλά είναι οπωσδήποτε προπαρασκευαστική για το status quo που θα ισχύει από την 1η Ιανουαρίου του 2021. Αν και υπάρχει πάντα η επιλογή όπως προβλέπεται στην Συμφωνία Αποχώρησης «για παράταση αυτής της περιόδου έως και δύο χρόνια»1, ένα «παράθυρο» που φαίνεται πολύ πιθανό να χρησιμοποιηθεί τελικά.
Τι σημαίνει όμως και πρακτικά πια το Brexit; Είναι η ευκαιρία που έψαχνε επί τρεισήμισι χρόνια η Μεγάλη Βρετανία ώστε να αποδεσμευτεί πλήρως από αυτό που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση; Η απάντηση δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη. Κι αυτό διότι ανέκαθεν καθιστούσε μία χώρα «εντός και εκτός Ευρώπης» με την εν λόγω στάση της να αποτυπώνεται πολλάκις σε στιγμές της ιστορίας της. Για παράδειγμα το δημοψήφισμα του 1975 στη διάρκεια του οποίου το βρετανικό εκλογικό σώμα κλήθηκε να αποφασίσει για πρώτη φορά αν πρέπει να συνεχιστεί η παραμονή ή όχι στην τότε ΕΟΚ ή η γενικότερα συνειδητή αποχή της τόσο από το λόμπι των 19 της Ευρωζώνης όσο και από τη Ζώνη Σένγκεν.
Παράμετροι που συνέβαλαν με τον δικό τους τρόπο στο «να κυλήσει πολύ νερό στον μύλο του Brexit» και να φτάσουμε στο διττό σήμερα. Δηλαδή σε μία Γηραιά Αλβιώνα που, βγαίνοντας από το επίμαχο δημοψήφισμα του 2016, δύο εκλογικές διαδικασίες και τρεις Πρωθυπουργούς -Ντέιβιντ Κάμερον, Τερέζα Μέι και Μπόρις Τζόνσον- αντιμετωπίζει τα τεκταινόμενα ως μία τρόπον τινά «Πρωτοχρονιά», ομολογουμένως αρκετά υποτονική, με συνθήματα, εκδηλώσεις υποστηρικτών (brexiteers) και πολέμιων (remainers) της αποχώρησης, αναμνηστικά νομίσματα και έναν κυρίαρχο στόχο: τον επαναπροσδιορισμό. Αλλά και σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση που βλέπει την εδαφική και πληθυσμιακή της υπεροχή να φυλλορροεί, ούσα πλέον μικρότερη κατά 5,5% και 66 εκατομμύρια κατοίκους, το εγχείρημα της εμβάθυνσης να υφίσταται και πρακτικά «ρωγμές», τους εσωτερικούς συσχετισμούς να αλλάζουν και το Brexit να απομακρύνει μία χώρα που μόνο τυχαία δεν είναι. Ειδικότερα όταν αποτελεί έναν από τους κυριότερους χρηματοδότες του προϋπολογισμού της ΕΕ, το 15% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, πυρηνική δύναμη, μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας και την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως για το 2019.
Ωστόσο, κάθε αρχή και δύσκολη. Και το Brexit δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη δύσκολη φύση του. Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα προβλήματα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από τα αμέσως επόμενα εικοσιτετράωρα όταν Μπόρις Τζόνσον και Βρυξέλλες διασταύρωσαν τα ξίφη τους αναφορικά με το ελεύθερο εμπόριο, τον βασικό πυλώνα των μεταξύ τους συζητήσεων. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός, ερχόμενος με το πλεονέκτημα που του έδωσαν η ισχυρή εντολή και πλειοψηφία των πρόσφατων εκλογών του προηγούμενου Δεκεμβρίου ώστε να διαπραγματευτεί, δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί μία συνολική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την ΕΕ η οποία θα βασίζεται στην αποδοχή και την εφαρμογή των κανόνων της για τον ανταγωνισμό, τις επιδοτήσεις, την κοινωνική προστασία, το περιβάλλον ή ο,τιδήποτε άλλο. Με λίγα λόγια, κατέστησε απόλυτα σαφές ότι σε περίπτωση που η ΕΕ δεν επιθυμεί μία συμφωνία ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών σύμφωνα με τους δικούς της όρους, «η Βρετανία θα στραφεί στους ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ και την Κοινοπολιτεία προκειμένου να βρει καινούργιες αγορές»2, τοποθετώντας στο κάδρο των πιο πιθανών συναλλασσομένων τον Καναδά ή την Αυστραλία. Από την πλευρά της, η Ένωση, διά στόματος του επικεφαλής διαπραγματευτή Μισέλ Μπαρνιέ, προειδοποίησε με «δασμούς στα βρετανικά αγαθά»3 σε οποιαδήποτε απόπειρα αθέμιτου ανταγωνισμού, οδηγώντας σε περαιτέρω πτώση την τιμή της λίρας έναντι του δολαρίου και του ευρώ. Με τη διαφορά, ωστόσο, ότι είναι ανοιχτή σε διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο με απώτερο σκοπό την επίτευξη μίας φιλόδοξης συνεργασίας που θα διακατέχεται από την εξάλειψη δασμών ή ποσοστώσεων, κίνηση στην οποία ουδέποτε είχε προχωρήσει ο οργανισμός απέναντι σε κάποιον από τους εταίρους του.
Αυτό που συμβαίνει ουσιαστικά είναι πως, σε ένα πρώτο επίπεδο, Ηνωμένο Βασίλειο και ΕΕ δεν φαίνεται να καταλήγουν σε κάποια από κοινού επωφελή συμφωνία ως προς το νέο τοπίο των εμπορικών τους σχέσεων. Αν και ασκούνται πιέσεις στον Μπόρις Τζόνσον προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η φιλόδοξη πολιτική του με τη διατήρηση ευρωπαϊκών προδιαγραφών στα εργασιακά δικαιώματα, το δίκαιο του περιβάλλοντος ή στην παροχή κρατικών επιχορηγήσεων σε επιχειρήσεις που λιμνάζουν, ο ίδιος σε πρόσφατη ομιλία του τόνισε την μη αναγκαιότητα δικού του συμβιβασμού σε τομείς όπως ο ανταγωνισμός ή η κοινωνική προστασία. Μία συμπεριφορά που ενδεχομένως να τον εξυπηρετεί και εσωτερικά, κυρίως όσον αφορά στους υποστηρικτές του Brexit. Παρόλα αυτά, δεν είναι διόλου απίθανο να κάνει μία εκ νέου οπισθοχώρηση καθώς το λεγόμενο «άλμα στο κενό» είναι μία εξαιρετικά σοβαρή πιθανότητα που δεν θα φύγει εύκολα από το βρετανο-ευρωπαϊκό τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020.
Σε αυτή την περίπτωση, μολαταύτα, δεν είναι μόνο το εμπορικό σκέλος που θα χρειαστεί περαιτέρω αποκωδικοποίηση και διευκρινίσεις το προσεχές χρονικό διάστημα. Μία επιπρόσθετη πρόκληση που αξίζει να σημειωθεί είναι το ζήτημα της αλιείας το οποίο ανάγεται σε παράμετρο κομβικής σημασίας για την όποια συμφωνία ευοδωθεί ανάμεσα στους δύο εμπλεκόμενους δρώντες. Πιο συγκεκριμένα όταν η ανάκτηση του ελέγχου επί των πλούσιων σε αλιεύματα βρετανικών υδάτων αναδεικνύεται σε θεμελιώδη ανάγκη για τους υπέρμαχους του Brexit οι οποίοι έρχονται να αντιπαλέψουν την ευρωπαϊκή σκέψη για ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά και τους θαλάσσιους πόρους και την εφαρμογή ποσοστώσεων, επιδιώκοντας την προστατευόμενη αειφορία. Πέραν αυτού, έτεροι άξονες διαπραγματεύσεων για το δίπολο Λονδίνου-Βρυξελλών είναι ο τομέας της εξωτερικής πολιτικής, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας καθώς και ο τρόπος διαχείρισης των διαφορών που θα προκύψουν στο πλαίσιο αυτών των διμερών σχέσεων από την στιγμή που η ΕΕ επιμένει στο να επιλύονται με βάση το σύνολο των κανόνων της και τον λειτουργικό ρόλο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο αντιδρά εξαιρετικά σφοδρά.
Και κάπως έτσι εγένετο…Brexit λοιπόν. Στη διάρκεια μίας περιόδου όπου η διεθνής ειδησεογραφία είχε στρέψει την προσοχή της σε διαφορετικά ζητήματα της επικαιρότητας (παράδειγμα οι αναταραχές στη Μέση Ανατολή), η Βρετανία σε ένα ραντεβού με την σύγχρονη ιστορία της, οδεύει πλέον σε ένα ίσως πιο απροσδιόριστο μέλλον ύστερα και από την, προ ημερών, αποχώρησή της από την ευρωπαϊκή οικογένεια. Αν και η καθημερινότητα στο νησιωτικό κράτος δεν αναμένεται να μεταβληθεί ιδιαίτερα μέσα στη χρονιά που διανύουμε, το Brexit επανήλθε θριαμβευτικά για να βάλει μία πρώτη τελεία στη μεγαλύτερη και πιθανώς πιο περίπλοκη πολιτική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, την στιγμή που το πρωταγωνιστικό δίπολο «ενορχηστρώνει» τις κινήσεις του με ορίζοντα το 2021 και μετέπειτα. Το ερώτημα, εντούτοις, εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτο: τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και στο εξής; Όσο για την απάντηση; Συνεχίζεται.