Οι εγχώριοι “αντιλαϊκιστές” έχουν τη βολική εξήγηση ότι φταίει ο “λαϊκισμός”, αλλά αδυνατούν να δουν ότι οι “λαϊκιστές” βρίσκουν εύφορο έδαφος εκεί που αποτυγχάνει η κυβερνητική πολιτική των άλλων.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, με την ισχνή νίκη του «κεντρώου» Μακρόν, δηλαδή την «παρά τρίχα» νίκη του αριστερού Μελανσόν, επιβεβαιώνει ότι κάτι δεν πάει καλά στη δεύτερη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο νικητής των εκλογών αντιμετωπίζει πρόβλημα ουσιαστικής πολιτικής νομιμοποίησης. Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της 10ης Απριλίου ο Μακρόν με το ζόρι συγκέντρωσε το 30% των ψήφων. Και στις χτεσινές βουλευτικές εκλογές μόλις που ξεπέρασε το 25%. Στον επικείμενο δεύτερο γύρο το καλύτερο που μπορεί να περιμένει είναι μια οριακή πλειοψηφία, λόγω του εκλογικού συστήματος. Και το χειρότερο να μην έχει κάν πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά του ή, ακόμα χειρότερα, να υποχρεωθεί να διορίσει «εχθρικό» πρωθυπουργό.
Η Γαλλία είναι η δεύτερη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία σημειώνουν μεγάλη άνοδο μη συστημικές πολιτικές δυνάμεις. Προηγήθηκε η Ουγγαρία, όπου ο λαϊκιστής, ακροδεξιός κτλ Βίκτορ Όρμπαν κατανίκησε όλη τη συνασπισμένη αντιπολίτευση και εξελέγη για τρίτη συνεχόμενη θητεία.
Γιατί συμβαίνουν αυτα; Γιατί ο «κεντρώος» πρόεδρος της Γαλλίας δεν κατάφερε να πείσει ούτε καν το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος και, τελικά, εξελέγη επειδή είχε απέναντί του την φθαρμένη Μαρίν Λεπέν;
Οι εγχώριοι «αντιλαϊκιστές» έχουν τη βολική εξήγηση ότι φταίει ο «λαϊκισμός», δεξιός (στην περίπτωση του ‘Ορμπαν) ή αριστερός (στην περίπτωση του Μελανσόν). Αλλά και πάλι αδυνατούν να δουν ότι οι «λαϊκιστές» βρίσκουν εύφορο έδαφος εκεί που αποτυγχάνει η κυβερνητική πολιτική των άλλων.
Αλήθεια, γιατί ο «κεντρώος» Μακρόν, που έχει γοητεύσει το κομμάτι των εγχώριων κεντροδεξιών και κεντρώων πολιτικών δυνάμεων, απωθεί τη μεγάλη πλειοψηφία του γαλλικού εκλογικού σώματος; Δεν έχει σημασία αν η πολιτική που εφάρμοσε ήταν «μεταρρυθμιστική», όπως ισχυρίζεται εκείνος ή «νεοφιλελεύθερη», όπως λένε οι, κυρίως εξ αριστερών, αντίπαλοί του. Σημασία έχει ότι η πολιτική αυτή τον φέρνει αντιμέτωπο με ευρέα λαϊκά στρώματα και, κυρίως, με τις νεότερες γενιές, που βλέπουν χρόνο με το χρόνο το βιοτικό τους επίπεδο να χειροτερεύει και το μέλλον τους αβέβαιο.
Γιατί εντέλει οι περίφημες «μεταρρυθμίσεις» δεν έχουν νόημα αν, αντί για αύξηση της απασχόλησης και καλύτερες αμοιβές, οδηγούν σε ανεργία, υποαπασχόληση, αμοιβές στα όρια της φτώχειας και κοινωνική ανασφάλεια.
Τα στρώματα αυτά, που συγκροτούν το σύγχρονο πρεκαριάτο, μπορεί να μην είναι ακόμα πλειοψηφία ή να μην εκφράζονται ενιαία στις εκλογές, αλλά δεν θα μπορούν για πολύ ακόμη να τα αγνοούν οι «mainstream» πολιτικές δυνάμεις. Οι οποίες πλανώνται αν νομίζουν ότι μπορούν να ξεμπερδεύουν μαζί τους χαρακτηρίζοντάς τα άλλοτε «ακροδεξιά» και άλλοτε «ακροαριστερά. Διότι πλησιάζει η στιγμή που το δικό τους λούστρο του «μεταρρυθμιστή» και του «κεντρώου» θα ξεφτίσει εντελώς.
Βεβαίως, σε κάθε χώρα επικρατούν διαφορετικές συνθήκες και διαφέρουν οι εκλογικές συμπεριφορές. Η Ελλάδα, ως προς αυτό, δεν είναι Ουγγαρία ούτε Γαλλία. Ο ακροδεξιός Όρμπαν πέτυχε, απειλώντας με βέτο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, να εξαιρεθεί η χώρα του από το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, για να μη γονατίσει η οικονομία της. Η Γαλλία του Μακρόν δεν αντιμετωπίζει οξύ ενεργειακό πρόβλημα, λόγω των πολλών πυρηνικών εργοστασίων, από τα οποία παράγει το ηλεκτρικό ρεύμα. Όμως, η Ελλάδα είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες που δεινοπαθούν, λόγω του καλπασμού των τιμών του ρεύματος. Και έχει μπροστά της εκλογές.
Η δυσκολία στην αντιμετώπιση του προβλήματος είναι προφανής, αν συνυπολογισθεί ότι η ενεργειακή κρίση την χτυπάει την ώρα που βγαίνει από τη στενή επιτήρηση λόγω της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: Από τη μια να βρει πόρους(που δεν υπάρχουν, όπως έχουν πει οι οικονομικοί υπουργοί) για να κάνει παροχές και να πετύχει την επανεκλογή της και από την άλλη να μην «τινάξει τη μπάνκα στον αέρα» και οδηγήσει τη χώρα ξανά σε κατάσταση χρεοκοπίας, ανάλογη με αυτήν του 2009…