Καλοκαίρι 1854. Πάει κοντά τέταρτο του αιώνα από τη χρονιά που οι μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, έχουν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την οθωμανική αυτοκρατορία (Φεβρουάριος 1830), αλλά η χώρα κάθε άλλο παρά την ελεύθερη βούλησή της απολαμβάνει.
Στην πραγματικότητα, μοιάζει με σφαχτό, γαντζωμένο από τη μία στα δόντια της Δύσης και από την άλλη στα νύχια του ξανθού γένους, που εδώ κι ένα χρόνο πολεμά με τους παραπαίοντες Οθωμανούς (κριμαϊκός πόλεμος), κραδαίνοντας ως λάβαρο την προστασία των ορθόδοξων λαών της Κριμαίας και υπηρετώντας ταυτόχρονα τις βλέψεις του για έξοδο στο Αιγαίο.
Στην Ελλάδα, η φιλορωσική μερίδα προσδοκά την επικράτηση των Ρώσων, αφού άλλωστε εξυπηρετεί και το αλυτρωτικό κίνημα της Μεγάλης Ιδέας.
Αλλά οι δυνάμεις της Δύσης (και οι υποστηρικτές τους στην Ελλάδα) δεν είναι καθόλου ενθουσιασμένες με το ενδεχόμενο να επιτραπεί στη Ρωσία να εμπλακεί μόνη αυτή –και όχι και οι ίδιες– στο διαμελισμό (εξυπακούεται, και μοιρασιά) της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σε Δύση και Ανατολή, λοιπόν, πνέει άνεμος ισορροπιών του τρόμου, που απειλεί να διαταράξει ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, αλλά αυτήν την περίοδο η Ελλάδα εκκολάπτει και δικά της προβλήματα.
Η «αυλική» κυβέρνηση Κριεζή έχει παραιτηθεί και γαλλική και αγγλική πρεσβεία παίζουν στο παλάτι την κολοκυθιά για τη διαδοχή της. Οι Γάλλοι υποστηρίζουν τον ευνοούμενό τους και φίλο του Ναπολέοντα Γ΄, στρατηγό Καλλέργη. Οι Άγγλοι πάλι θέλουν το δοκιμασμένο όργανό τους, τον Μαυροκορδάτο. Ο Όθων προσπαθεί να κάνει έναν… συνδυασμό.
Έτσι κι αλλιώς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είναι του γούστου των Βαυαρών, αλλά ο λόγος του μπρος στη βούληση των κατοχικών μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, λίγο μετράει. Εντέλει η εντολή ανατίθεται στον για την ώρα απόντα, διορισμένο πρεσβευτή στο Παρίσι, Μαυροκορδάτο, με την προϋπόθεση ότι υπουργός των Στρατιωτικών αναλαμβάνει ο Καλλέργης. Έως ότου έρθει ο Μαυροκορδάτος από το Παρίσι, καθήκοντα πρωθυπουργού θα εκτελεί ο Κανάρης, αλλά στην πραγματικότητα, ο ισχυρός της κυβέρνησης θα είναι ο Καλλέργης.
Η χολέρα αποδεκατίζει την πρωτεύουσα
Επιπλέον, από τον Μάιο έχει ενσκήψει στη χώρα ένα τρομακτικό κύμα χολέρας, που απειλεί με αποδεκατισμό τον έντρομο πληθυσμό. Η Αθήνα μετράει 30.000 ανθρώπους και ο Πειραιάς περί τις 7.000. Ο δρόμος που ενώνει την πρωτεύουσα με το λιμάνι της τον χειμώνα πνίγεται στη λάσπη και το καλοκαίρι στη σκόνη. Εκατέρωθεν του δρόμου υπάρχουν παράγκες, όπου συνήθως κρύβονται ληστές. Γενικώς, το πέρασμα από τη μία πόλη στην άλλη δεν είναι και εντελώς ακίνδυνο.
Σε λίγο όμως θα προστεθεί ο μεγάλος κίνδυνος. Τον Ιούνιο, αράζει στον Πειραιά ένα γαλλικό μεταγωγικό. Προέρχεται από τη Μασσαλία (στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Γαλλίας θερίζει η χολέρα) και κατευθύνεται προς το πολεμικό πεδίο της Κριμαίας. Το πλοίο ξεφορτώνει μερικούς χολερικούς στρατιώτες, που μεταφέρονται στο νοσοκομείο της μικρής πόλης. Πρώτη προσβάλλεται και πεθαίνει κάτοικος της περιοχής. Σε δέκα μέρες τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται και στις αρχές του Ιουλίου οι Πειραιώτες παρατούν τα υπάρχοντά τους και όπου φύγει-φύγει… Η μόνη τους επιλογή είναι τα νησιά, καθώς για να μη μεταδοθεί το κακό στην Αθήνα, στρατός και χωροφυλακή αποκλείουν τον δρόμο προς την πρωτεύουσα. Τώρα πια, Μύκονος, Τήνος, Πάρος και Σύρα γνωρίζουν για τα καλά τον μαύρο θάνατο. Η Ερμούπολη μετράει 25.000 ψυχές. Με τον ερχομό των πρώτων από τον Πειραιά και σε λιγότερο από 10 ημέρες στριμώχνει στα σπλάχνα της περισσότερα από 300 παιδιά της. Στο φύλο της τής 18ης Αυγούστου η τοπική εφημερίδα «Αίολος» δημοσιεύει: «… η πόλις μας, η αεικίνητος και θορυβώδης, ομοιάζει νεκρούπολιν φέρουσαν τον τρόμον και την αθυμίαν ζωγραφισμένην εις τας οδούς και τας αγοράς».
Σε Πειραιά και νησιά, όσοι είναι να πεθάνουν, πεθαίνουν κι από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι αμπαρώνονται στα σπίτια τους για να γλιτώσουν. Η Αθήνα παραμένει, για την ώρα, αλώβητη. Το φθινόπωρο, το πράγμα φαίνεται να κοπάζει. Οι κάτοικοι ξεθαρρεύουν, οι εφημερίδες αφήνουν τη χολέρα κι επανέρχονται στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Αλλά φευ! Κάποιος Αθηναίος ασθενεί και πεθαίνει στη Σύρα. Τα υπάρχοντά του στέλνονται στην οικογένειά του στην Αθήνα κι από κει καταλήγουν σε μία πλύστρα ή οποία, για να διεκπεραιώσει εγκαίρως τη δουλειά, καλεί και μία συνάδελφό της. Σε λίγες μέρες πεθαίνουν κι οι δυο! Αυτό ήταν! Το θανατικό μπαίνει στην πρωτεύουσα. Αποδεκατίζει τις φτωχογειτονιές και εξαφανίζει τη δημόσια ζωή. Κρατικοί αξιωματούχοι και εύποροι Αθηναίοι εγκαταλείπουν την πόλη στη μοίρα της. Το κράτος παραλύει. Τα θύματα της νόσου πολλαπλασιάζονται ταυτόχρονα με τον πανικό των κατοίκων. Όλοι αναζητούν τρόπο φυγής. Στην πόλη των 30.000 ανθρώπων, σε τρεις μόνο μέρες η αστυνομία θεωρεί 12.000 διαβατήρια (με διαβατήριο γίνονται και τα ταξίδια του εσωτερικού).
«Εις την οδόν Ερμού, την κεντρικωτέραν, δεν βλέπει τις διαβάτην, ειμή μόνον τους αστυνομικούς υπαλλήλους σφραγίζοντας καθημερινώς τα εμπορικά καταστήματα άτινα δεν είχον πλέον αυθέντην» περιγράφει ο αγωνιστής του 1821, Αθ. Λιδωρίκης στις «Σελίδες τινές της ιστορίας του Βασιλέως Όθωνος».
Ο πολιτικός Νικ. Δραγούμης στα Απομνημονεύματά του περιγράφει: «… πού και πού απήντας άνθρωπον βραδυπορούντα μόνον, το πρόσωπον έχοντα άσπρον και πελιδνόν και το βλέμμα στρέφοντα βαρυαλγές προς σε, ως ει εζήτει παρηγορίαν και βοήθειαν…»
Όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα κατεβαίνουν στον Πειραιά κι από κει ναυλώνουν όποιο πλεούμενο βρίσκουν. Από τους υπόλοιπους κάποιοι απλώνονται και στήνουν τσαντίρια στις ερημιές πέριξ της Αθήνας και άλλοι πηγαίνουν στο Μαρούσι και την Κηφισιά, όπου όμως μεταφέρουν τη νόσο! Τώρα πια απειλούνται μικροσυνοικίες στις παρυφές της πόλης και οι κάτοικοί τους, για να τις προστατέψουν, ζώνονται τα τουφέκια κι απειλούν όποιον ξενομερίτη ζητά να μπει.
Οι περιηγητές συγκρίνουν την Αθήνα με την Πομπηία, της οποίας οι δρόμοι έσφυζαν άλλοτε από ζωή και τώρα όλα, «μαγαζεία, παντοπωλεία, καφενεία και αυτά τα παράθυρα των οικιών είνε κεκλεισμένα».
Κι όπως μαρτυρά η λαϊκή θυμοσοφία «στα δύσκολα βγαίνει το καλό, μα πιότερο το χούι», αυτή την εποχή οι νεκροθάφτες κάνουν στην κυριολεξία «χρυσές» δουλειές. Στην πραγματικότητα, δεν είναι αυτοί καθαυτοί νεκροθάφτες, γιατί και τούτοι πανικόβλητοι έτρεξαν να κρυφτούν από το κακό. Είναι άλλοι, τυχοδιώκτες, που βρήκαν ευκαιρία να πλουτίσουν.
Όπως περιγράφουν γάλλοι περιηγητές για την Αθήνα του 1850, εικόνες που μεταφράζει και εκδίδει αργότερα ο Μπάμπης Άννινος, «…τα απαίσια φορτηγά αμάξια περιήρχοντο την πόλιν· εις αυτά ερρίπτοντο χύδην οι νεκροί και μετεκομίζοντο εις το νεκροταφείον. Αλλ΄ οι μυσαροί εκείνοι λειτουργοί του θανάτου, ανάλγητοι προ της συμφοράς, μετήρχοντο μετ΄ αυθάδους πλεονεξίας το φρικτόν αυτόν επάγγελμα και δεν συγκατετίθεντο να παραλάβουν τα πτώματα προς ταφήν, ειμή επ΄ αμοιβή προπληρωτέα, πολλάκις δε εδέησε δι΄ απόρους οικογενείας να καταβάλουν τα έξοδα οι εύσπλαχνοι γείτονες…»
Η χολέρα ξεκληρίζει ολόκληρες οικογένειες και αφήνει ορφανά εκατοντάδες παιδιά. Ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης καταθέτει πως τριακόσια από αυτά περιμαζεύει σε δικό της χώρο η Μαρία Υψηλάντη, κυρία επί των τιμών της Αμαλίας. Το δε βασιλικό ζεύγος, παρότι δέχεται πολλές παραινέσεις να εγκαταλείψει την Αθήνα, δεν το κάνει. Όχι μόνον δεν φεύγουν, λέει ο αφηγητής, αλλά επισκέπτονται συχνά τις γειτονιές που χτύπησε η αρρώστια και βοηθούν όσο μπορούν τους κατοίκους. Όταν κάποτε το κακό κοπάζει, η Υψηλάντη, με τη βοήθεια της Αμαλίας και με χρήματα που συγκεντρώνονται από έρανο, ιδρύει το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και φιλοξενεί εκεί τα ορφανά.
Προς τα τέλη του 1854 κι αφού έχει πάρει όσες ψυχές έχει καταφέρει να πάρει (για 3.000 νεκρούς Αθηναίους μέσα σε πέντε μήνες, κάνει λόγο ο ιστορικός δρ Απόστολος Διαμαντής, στην «Ιστορία των Ελλήνων») η αρρώστια μαζεύει τις μαύρες φτερούγες της αφήνοντας πίσω έναν τόπο καθημαγμένο.
Ένα σκάνδαλο βάφει… ροζ την κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου
Σ΄ ένα μόνιμο σκηνικό πολιτικής αντιπαλότητας, με μουστερήδες Δύσης και Ανατολής να διαγκωνίζονται για την «προστασία» της νεότευκτης ανεξάρτητης χώρας, με έναν άγουρο βασιλιά, που αλλάζει τις κυβερνήσεις κατά πώς απαιτούν τα συμφέροντα του βαυαρικού οίκου, αφημένο στην αρχηγική μανία της γυναίκας του, αλλά και με αγωνιστές, που ναι μεν πιστώνονται τον ξεσηκωμό για την καθιέρωση συντάγματος, αλλά που –ως αποδεικνύεται– δεν το ΄χουν σε τίποτα να αλλάξουν πλεύση, ανάλογα με τον θώκο που τους υπόσχονται, οι Έλληνες έχουν πια συνειδητοποιήσει πως, η λέξη ανεξαρτησία –ως αποτέλεσμα ενός πολυπόθητου αγώνα, που κατάφερε κάποτε να εκδηλωθεί– εξακολουθεί να μένει έννοια ανούσια και ανεφάρμοστη και πως οι ζοφερές μέρες δεν έληξαν με την επανάσταση του ΄21. Απλώς, από τον ζυγό των Οθωμανών, η Ελλάδα μπήκε στο ζυγό των μεγάλων δυνάμεων.
Μετά τη χολέρα, ο τόπος μπαίνει στην περιδίνηση της… κλειδαρότρυπας. Προσπαθώντας να μαζέψουν τα κομμάτια τους από το θανατικό, οι Έλληνες έχουν να διαχειριστούν την πτώση μίας ακόμη κυβέρνησης, που αυτήν τη φορά καταρρέει με αφορμή ένα ροζ σκάνδαλο.
Οι κακές γλώσσες θέλουν την Αμαλία να έχει ενδώσει στα ερωτικά θέλγητρα του ισχυρού άνδρα της κυβέρνησης, Δημήτρη Καλλέργη. Η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς στην ευειδή, δυναμική βασίλισσα έχουν χρεωθεί διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις, τις οποίες όμως η ίδια η ιστορία θα τοποθετήσει στο χρονοντούλαπο των ανυπόστατων φημών. Ως αποδεικνύεται, χρόνια μετά, η εκ γενετής πάθηση της Αμαλίας, το άγνωστο τότε σύνδρομο Mayer-Rokitansky-Kuster-Hauser όπως αποκαλείται η «συγγενής απλασία κόλπου», της στέρησε όχι μόνον τη χαρά της μητρότητας, αλλά ακόμα κι αυτήν την απόλαυση του σεξ.
Για τη φήμη, εν προκειμένω, της σχέσης της με τον Καλλέργη, είναι τα αντίπαλα της κυβέρνησης στρατόπεδα που έχουν ρίξει τον σπόρο και τον καλλιεργούν, προσπαθώντας να διαταράξουν ακόμη περισσότερο την έτσι κι αλλιώς επικίνδυνα κλυδωνιζόμενη κυβέρνηση του Μαυροκορδάτου. Στην πραγματικότητα, η αντιπάθεια μεταξύ Αμαλίας και στρατηγού συχνά δεν κρύβεται. Εκείνη δεν κατάπιε ποτέ την ταπείνωση που υπέστη το παλάτι τη νύχτα της επανάστασης υπέρ του Συντάγματος, στην οποία ο Καλλέργης πρωτοστάτησε, αλλά κι αυτός δεν έχει λησμονήσει τις κατά καιρούς ταπεινώσεις στις οποίες τον υπέβαλε το παλάτι με πρωτοβουλία της βασίλισσας.
Η ταφόπλακα στη προβληματική σχέση τους, αλλά και στην κυβέρνηση ολόκληρη, μπαίνει όταν η Αμαλία εξευτελίζει σύζυγο υπουργού, η οποία φημολογείται ότι συνδέεται ερωτικά με τον Καλλέργη…
Η κωνσταντινουπολίτισσα Μάσιγκα κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις στη λίστα των ωραίων γυναικών της εποχής. Είναι σύζυγος του Πέτρου Δεληγιάννη, υπουργού Εξωτερικών της προηγούμενης κυβέρνησης, του Κριεζή. Η σχέση τους είναι προβληματική και πάνω σε μία έντονη σκηνή ζηλοτυπίας του Δεληγιάννη, η Μάσιγκα εγκαταλείπει τη συζυγική στέγη και εγκαθίσταται στο «Ξενοδοχείο της Αγγλίας», επί της Αιόλου. Σε λίγο κυκλοφορεί παντού η φήμη ότι η γυναίκα εγκατέλειψε τον σύζυγό της για τα μάτια ή καλύτερα τη δύναμη του Καλλέργη (είναι παλιά… συνήθεια η ομορφιά να συνδέεται σχεδόν με την εκπόρνευση…). Το μέγα σκάνδαλο τροφοδοτεί για πολύ καιρό την πόλη. Στη μικρή… Βουλή της συμβολής Ερμού και Αιόλου, στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», όπου ανεβαίνουν και κατεβαίνουν κυβερνήσεις, αναλύεται μέχρι κεραίας –και ασφαλώς με το απαραίτητο αλατοπίπερο– η… φλογερή σχέση Καλλέργη – Μάσιγκα, της οποίας η υπόσταση ουδέποτε διασταυρώνεται στον χρόνο. Το κουτσομπολιό «σταυρώνει» τη γυναίκα που σκέφτεται να εκλιπαρήσει για τη βοήθεια της Αμαλίας, ζητώντας της ακρόαση.
Αλλά η Αμαλία, όχι μόνο αρνείται μα και απαγορεύει σε όλες τις κυρίες της τιμής να τη δεχθούν στα σπίτια τους. Είναι προφανές ότι ο στόχος της είναι ο Καλλέργης κι εκείνος, που όλον αυτόν τον καιρό έχει συνδυαστεί –ορθώς ή λανθασμένα– με το όνομα της Μάσιγκας, παίρνει το μήνυμα της βασίλισσας και περιμένει τη στιγμή για να ανταποδώσει. Η ευκαιρία εμφανίζεται σε λίγες μέρες. Το βασιλικό ζεύγος δίνει στο παλάτι δεξίωση και παρόντες είναι φυσικά όλα τα μέλη της κυβέρνησης, εκτός από τον Καλλέργη, που καμώνεται τον άρρωστο. Εξηγεί τον λόγο της απουσίας του σε επιστολή του προς τον Μαυροκορδάτο: «Δεν αγνοείτε, κύριε πρόεδρε, ότι παρόμοιαι και χυδαίαι συκοφαντίαι εστράφησαν άλλοτε κατά υψηλότερον ισταμένου αξιώματος· γνωρίζετε επίσης ότι επωφελήθην της ευνοίας και της εχθρότητος δια των οποίων εναλλάξ περιεβλήθην δια να διαψεύσω μετ΄ αγανακτήσεως αυτάς τα συκοφαντίας».
Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Καλλέργης στηλιτεύει την αχαριστία της βασίλισσας, καθώς, όπως αναφέρει στον Μαυροκορδάτο, στο παρελθόν, όταν και η ίδια βρέθηκε στη δίνη ενός αντίστοιχου σκανδάλου, εκείνος την προστάτεψε.
Ουδείς ποτέ θα πληροφορηθεί πώς ακριβώς, αλλά το περιεχόμενο της επιστολής του Καλλέργη σύντομα φτάνει σε γνώση του Όθωνα, ο οποίος έξαλλος καλεί τον πρωθυπουργό και του ζητεί να διώξει από την κυβέρνηση τον ισχυρό υπουργό του. Αλλά ο Καλλέργης είναι ο ευνοούμενος των Γάλλων και ο Μαυροκορδάτος για να κερδίσει χρόνο, δηλώνει στον βασιλιά πως για μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να ζητηθεί και η άποψη της Γαλλίας μέσω του πρεσβευτή της, Μερσιέ, ο οποίος όμως αυτήν την περίοδο λείπει από την Αθήνα. Ο Όθων αναγκάζεται να δεχθεί, αλλά στο μεταξύ, ο Μαυροκορδάτος δέχεται και τις οχλήσεις Αυστριακών, Πρώσων και Βαυαρών οι οποίοι σε κοινό τους διάβημα υποστηρίζουν ότι «η εξύβριση στα ιερά βασιλικά πρόσωπα της Ελλάδας δεν ισοδυναμεί μόνο με προσβολή προς τους 36 εστεμμένους των γερμανικών κρατών, αλλά και προς όλους τους βασιλείς του κόσμου».
Με τούτα και με κείνα, ο πληθυσμός της πόλης ξεχνάει προς στιγμήν τα βάσανά του. Αδρομερώς και απολύτως αφελώς, οι άνδρες είναι με το μέρος του Καλλέργη, που για χάρη, λένε, μιας γυναίκας δεν διστάζει να ανοίξει πόλεμο με το παλάτι, τιμώντας το φύλο τους. Οι γυναίκες, από την άλλη, λίγο από φθόνο προς το πρόσωπο της όμορφης που έχει προκαλέσει θύελλα σε κυβέρνηση και παλάτι, λίγο και από αλληλεγγύη προς την… προστάτιδα των ηθών, Αμαλία, τάσσονται ασφαλώς με τη βασίλισσα. Στα καφενεία και τα σαλόνια το κουτσομπολιό πάει σύννεφο. Τόσο που το θέμα βγαίνει και από τα όρια της χώρας. Κάποιος καλοθελητής βρίσκει τρόπο να πληροφορήσει για το περιεχόμενο της επιστολής Καλλέργη –η οποία στο μεταξύ έχει γίνει φέιγ βολάν (!)– το διευθυντή της εφημερίδας «Ο Σημαιοφόρος» της Μασσαλίας. Άλλο που δεν θέλουν οι Γάλλοι, βγάζουν στη φόρα τις φήμες περί απιστίας της Αμαλίας… Ο Όθων σκυλιάζει. Όταν κάποτε επιστρέφει στην Αθήνα ο Μερσιέ, ζητεί άμεσα από τον Μαυροκορδάτο την απομάκρυνση του Καλλέργη. Αλλά, την επομένη, αντί για την απόφαση της απόλυσης του υπουργού, ο βασιλιάς δέχεται στο παλάτι τους πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αγγλίας, που του δηλώνουν ότι ο Μαυροκορδάτος δεν θα του υποβάλει ποτέ τέτοιο διάταγμα. Ο Όθων δεν κάμπτεται. Μηνύει του Καλλέργη ότι «δεν είναι πλέον δεκτός στα Ανάκτορα» κι εκείνος του απαντά με μια διαταγή του προς τους υφισταμένους του: «Απαγορεύομεν εις τους κ.κ. αξιωματικούς να ζητώσιν ακρόασιν παρά της Α.Μ. άνευ της προηγούμενης αδείας ημών».
Το πεδίο της μάχης για τους δύο άνδρες, ή καλύτερα για την κυβέρνηση και το παλάτι, ανοίγει ευθέως και απροσχημάτιστα. Ο Καλλέργης απολαμβάνει την προστασία του Ναπολέοντα Γ’ και σε αυτόν υποκλίνονται οι βασιλείς. Δύο μήνες μετά κι ύστερα από απανωτές εκκλήσεις τόσο του Όθωνα προς διαφόρους γαλαζοαίματους συγγενείς και φίλους να μεσολαβήσουν για την αποκατάσταση του τσαλαπατημένου του γοήτρου, όσο και των βασιλέων Πρωσίας και Βαυαρίας προς το γάλλο ηγεμόνα να άρει την προστασία του προς τον έλληνα υπουργό, το πράγμα τακτοποιείται. Ο Καλλέργης παραιτείται και σε λίγες μέρες και ο Μαυροκορδάτος. Είναι η τελευταία θητεία του Μαυροκορδάτου ως πρωθυπουργού. Θα αποτραβηχτεί στο κτήμα του στην Αίγινα, όπου θα αποδημήσει σχεδόν αόμματος, φέροντας με θλίψη τη… ρετσινιά της τελευταίας αποτυχημένης κυβέρνησής του, που περιβλήθηκε με τον ροζ μανδύα ενός σκανδάλου και χάθηκε στο χρόνο.
*Στην κεντρική φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν άρθρο, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πρωθυπουργός της Ελλάδας.
(Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ)