Με την απορία έμειναν οι άνθρωποι γιατί στην Ελλάδα τα καύσιμα είναι τόσο ακριβά.
Ένας φίλος, οδηγός ταξί, μετέφερε – πριν λίγες μέρες- δύο Ισπανούς τουρίστες. Όπως μου διηγήθηκε, περιδιαβαίνοντας στους δρόμους της Αθήνας, ένα πράγμα ήταν αυτό που τους έκανε μεγάλη εντύπωση: Οι τιμές στα βενζινάδικα. «Γιατί η βενζίνη εδώ είναι τόσο ακριβή;» ήταν η ερώτηση που του έκαναν αρκετές φορές.
Αντε τώρα να τους εξηγήσει. (Βλέπετε στην Ισπανία έχουν πετύχει διάφορες εξαιρέσεις στον τρόπο τιμολόγησης της ενέργειας και των καυσίμων, που η ελληνική κυβέρνηση ούτε καν διεκδίκησε).
Ευτυχώς, για τον ίδιο , δεν διαχέεται από φιλοκυβερνητικό πνεύμα. Γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο πώς να αποδώσεις με αγγλικά επιπέδου lower την πρόσφατη δήλωση του Άδωνη Γεωργιάδη: Έχουμε τα πιο φτηνά καύσιμα στην Ευρώπη, αν αφαιρέσει όμως κανείς τους φόρους.
Πως να πεις στους Ισπανούς ότι ο εν λόγω υπουργός «λύνει και δένει» στο κυβερνητικό σχήμα και πώς είναι και αντιπρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος; Αρκέστηκε σε ένα σήκωμα των ώμων κι ένα ελληνοπρεπέστατο «άστα» (που στα Ισπανικά σημαίνει «μέχρι»).
Πάντως αν οι Ισπανοί έχουν δικαίωμα να βρίσκουν ακριβή την βενζίνη στα εγχώρια πρατήρια, αυτό δεν σημαίνει ότι το έχουμε κι εμείς. Όπως μας εξήγησε – εμμέσως πλην σαφώς – ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν είναι να πολυμιλάμε.
«Η χώρα μας, βρίσκεται στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών χωρών σε ό,τι αφορά τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι της ενεργειακής ακρίβειας» δήλωσε ο Γιάννης Οικονόμου. Τεκμηρίωσε την άποψή του, μάλιστα, με στοιχεία: «Το συνολικό ύψος της οικονομικής βοήθειας που έχει προϋπολογίσει και διαθέσει η ελληνική Κυβέρνηση για τη στήριξη των πολιτών ισούται με το 3,7% του Α.Ε.Π.. Είναι το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των 25 ευρωπαϊκών χωρών».
«Είμαστε οι Πρώτοι σε Όλη την Ευρώπη!» με λίγα λόγια. Η κυβέρνηση «σκίστηκε» να δώσει ότι «υπήρχε και δεν υπήρχε» στα ταμεία για να περιορίσει τις επιπτώσεις της ακρίβειας. Όπως λέει συχνά ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης με όλα αυτά που χαλάσαμε «φλερτάρουμε» με ένα ακόμη μνημόνιο, λόγω διόγκωσης του χρέους.
Δεν δικαιούμαστε λοιπόν να γκρινιάζουμε και να κραυγάζουμε στα social media αναρτώντας τους λογαριασμούς όπου η ρήτρα αναπροσαρμογής είναι ποσαπλάσια του ποσού που ξοδέψαμε σε ρεύμα. Δεν είναι να αγκομαχούμε που το κόστος μετακίνησης από και προς την δουλειά είναι διπλάσιο από τις δύο απανωτές αυξήσεις στο κατώτατο μισθό που αποφάσισε η κυβέρνηση για το 2022.
Γενικώς το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να συνεχίσουμε να δουλεύουμε (όσοι έχουμε δουλειά). Να είμαστε παραγωγικοί, (που το ‘χει ανάγκη η χώρα), πειθήνιοι («μέχρι να περάσει η μπόρα») κι όταν με το καλό γίνουν εκλογές να «ρίξουμε Μητσοτάκη». Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για μια κυβέρνηση που μας έβαλε πάλι σε τροχιά ανάπτυξης.