Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θυμήθηκε για πρώτη φορά με θετικό πρόσημο τους μετανάστες. Αργησε, όμως, χαρακτηριστικά.
«H ώριμη και κυρίως η συνειδητή ένταξη αλλοδαπών στην ελληνική κοινωνία θα ανακουφίσει την πληθυσμιακή μας υποχώρηση. Και η εμπειρία μας από το πρώτο κύμα των Αλβανών μεταναστών είναι μια εμπειρία θετική για την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονομία.”
Τάδε έφη Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέδριο για το δημογραφικό, προχθές. Πώς όμως ο Έλληνας πρωθυπουργός θυμήθηκε, για πρώτη φορά στη θητεία του, με θετικό πρόσημο τους μετανάστες; Η απάντηση είναι ότι η χώρα, για πρώτη φορά μετά το 1990, δεν έχει επαρκές εργατικό δυναμικό σε ζωτικούς κλάδους. Το γνωρίζει όποιος έχει στοιχειωδώς εικόνα του τι συμβαίνει στην αγορά σήμερα.
Δεν έχουμε εργάτες γης, οικοδόμους (και για όλα τα υπόλοιπα κατασκευαστικά μαστορέματα), δεν υπάρχει κόσμος για την εστίαση και για τις λοιπές δουλειές του τουρισμού. Με δυο λόγια, δεν υπάρχουν οι 150 με 200 χιλιάδες άνθρωποι, που θα σήκωναν το βάρος όλων εκείνων των οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την προσδοκία αφίξεων δεκάδων εκατομμυρίων ταξιδευτών, αλλά και τις ανάγκες των γηγενών.
«Υπαρξιακό πρόβλημα» το δημογραφικό, όπως ορθά επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το δημογραφικό όμως, σε αντίθεση με τις τοξικές ανοησίες που ακούμε τόσα χρόνια εδώ, δεν αφορά το «έθνος που απειλείται» αλλά τον πληθυσμό που μειώνεται. Δηλαδή, το δημογραφικό πρόβλημα αφορά τους κατοίκους, όχι τους ελληνορθόδοξους. Δημογραφικό πρόβλημα, λόγου χάρη, έχει η Θράκη επειδή έχει αδειάσει και από μειονοτικούς και από πλειονοτικούς. Όχι επειδή δεν έχει επαρκώς Έλληνορθόδοξους Έλληνες. Έστω και αργά, αυτό αναγνωρίζεται από τον Έλληνα πρωθυπουργό. Είναι καλό αυτό.
Για να είμαστε έντιμοι με την κριτική μας στον κ. Μητσοτάκη, ακόμη και μια μη ξενόφοβη κυβέρνηση να είχαμε στην Ελλάδα σήμερα, το πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών θα υπήρχε, αλλά σε μικρότερη έκταση βέβαια.
Εξηγούμαι.
Οι λόγοι για τους οποίους δεν έχουμε εργατικά χέρια σήμερα είναι:
- Πολύς κόσμος που απασχολούνταν προ κρίσης σε αυτούς τους κλάδους –και κυρίως στην οικοδομή– άλλαξε δουλειά για να μπορέσουν να επιβιώσουν στη δεκαετία της κρίσης.
- Επίσης πολύς κόσμος έφυγε από την Ελλάδα είτε για νέους προορισμούς είτε για να επιστρέψει στην πατρίδα του, κυρίως την Αλβανία.
- Η περίοδος μετά την πανδημία θα ήταν, ούτως ή άλλως, μια προβλέψιμα υπερεντατική περίοδος μετά τα δύο χρόνια του κλεισίματος και της αναστολής δραστηριοτήτων.
Τι πληρώνουμε (που θα μπορούσαμε να το γλιτώσουμε);
Αυτά τα προβλήματα θα είχε να αντιμετωπίσει η οποιαδήποτε κυβέρνηση βρισκόταν σήμερα στο τιμόνι. Η παρούσα έχει ωστόσο επιπροσθέτως να αντιμετωπίσει και τον κακό της εαυτό. Τόσο στο πεδίο της αντιμεταναστευτικής προδιάθεσής όσο και σε αυτό της αλλεργίας της να ελέγξει στοιχειωδώς την αγορά. Τα απαξιωτικά χαμηλά μεροκάματα καθιστούν ελάχιστα ελκυστικές τις εργασίες αυτές στις νέες γενιές, αλλοδαπών και όχι μόνο. Αν θεωρούμε και σήμερα ακόμη ότι στη δεύτερη γενιά των παιδιών που μεγαλώνουν εδώ, θα βρούμε τους «χαμάληδες» του ελληνικού καπιταλισμού, αυτό δηλαδή που βρήκαμε στους γονείς τους δηλαδή πριν από 30 χρόνια, είμαστε βαθιά γελασμένοι.
Σήμερα, σε μια ανελέητα δύσκολη συγκυρία, πληρώνουμε επιπροσθέτως το γεγονός ότι, προεκλογικά αλλά και μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση τροφοδοτεί παγίως το ακροατήριό της αντανακλαστικά που δημιουργούν δυσανεξία για τους ξένους. Η οποιαδήποτε συζήτηση για την κοινωνική ένταξη των μεταναστών, ακόμη και αυτή που διεξάγεται αποκλειστικά με όρους οικονομικού οφέλους του ελληνικού καταμερισμού εργασίας, υποτάσσεται στο ξενοφοβικό αφήγημα της «Ελλάδας που απειλείται από τους εισβολείς». Πώς αλλιώς να χωρέσει η «αγία τριάς» του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση με τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες στο χώρο της πολιτογράφησης, στέλνει μήνυμα σαφές και πανηγυρικό για την αποτροπή της συμπερίληψης των μεταναστών στο λαό εντείνοντας τη ματαιότητα μετά από τόσα χρόνια ζωής στην Ελλάδα. Σα να μην έφτανε αυτό, ακόμη και τα παιδιά της δεύτερης γενιάς σε συγκεκριμένες περιφέρειες καθυστερούν τραγικά να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια με δήλωση. Αυτό συμβαίνει κυρίως στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία.
Στην Ελλάδα συμβαίνει εδώ και χρόνια το εξής (φαινομενικά μόνο) παράδοξο: οι μετανάστες να ζητούν την ελληνική ιθαγένεια, μόνο και μόνο για να φύγουν από τη χώρα. Αυτό δεν θα έπρεπε να μας προβληματίσει;
Για το λόγο αυτό, η δήλωση του Πρωθυπουργού ότι η ένταξη των μεταναστών θα ανακουφίσει την πληθυσμιακή μας υποχώρηση είναι καλοδεχούμενη, αλλά ταυτόχρονα ανεπαρκής. Δεν γίνεται χρόνια και συστηματικά να λοιδορείς, να ταλαιπωρείς να ματαιώνεις τις ζωές των μεταναστών, να επενδύεις πολιτικά πάνω σε αυτό (γιατί το κρίνεις επωφελές να χαϊδεύεις τα ακροδεξιά αντανακλαστικά των Ελλήνων) και μετά όταν ο επιχειρηματικός κόσμος, που τόσο αγαπάς, σου λέει «χωρίς αλλοδαπούς πνιγόμαστε», τότε – καλοκαίρι του 2022 – να εκλιπαρείς «μη φεύγετε διότι ειδάλλως πληθυσμιακά υποχωρούμε». Και τι τους νοιάζει, σε τελευταία ανάλυση;
Το πιο σαρκαστικό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που θα θελήσουν, στη βιοτική τους απόγνωση, να γίνουν χαμάληδες στην Ελλάδα. Αλλά αυτούς τους έχουμε κλεισμένους στα hot spots του Ανατολικού Αιγαίου, τους κρατάμε εκεί χωρίς σχέδιο επόμενης μέρας και όταν παλεύουν να μπούνε στη χώρα τους επαναπροωθούμε βάναυσα. Και η κυβέρνηση καυχιέται συστηματικά ότι έχει περιορίσει, σχεδόν μηδενίσει τις μεταναστευτικές ροές…
Οι κυβερνώντες νομίζουν πως αν εντάξουμε έστω και πρόσκαιρα τους νέους μετανάστες και πρόσφυγες στον ελληνικό καταμερισμό εργασίας, αυτό αποτελεί κίνδυνο, διότι δήθεν θα στείλουν μήνυμα στους συμπατριώτες τους «ελάτε στην Ελλάδα». Και τότε θα κατακλυστούμε από ένα νέο 2015. Διότι αυτό νομίζουν οι κυβερνώντες σήμερα: ότι η προσδοκία της κοινωνικής ένταξης, είναι pull factor, παράγοντας ενίσχυσης, δηλαδή, των μεταναστευτικών ροών. Πως επειδή τάχα υπάρχει το ενδεχόμενο της κοινωνικής ένταξης στην Ελλάδα, ο άλλος ξεκινά το δρόμο της μετανάστευσης… Για το λόγο αυτόν εξάλλου, δεν στέλνουμε μήνυμα ένταξης αλλά αποτροπής. Τραγικό.
Το αποτέλεσμα λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι άλλο, από αυτό στο οποίο η συγκυρία, ως νέμεση, μας έφερε. Ο μικρός και μεσαίος επιχειρηματικός κόσμος, η ραχοκοκαλιά του δεξιού κόσμου στην Ελλάδα, να λέει στην κυβέρνηση ότι «καταρρέουμε γιατί δεν έχουμε εργάτες» και η πολυπόθητη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας –το ισχυρό υποτίθεται χαρτί μιας φιλελεύθερης κυβέρνησης– να υπονομεύεται από τις ίδιες της τις επιλογές.
Η συγκυρία, όμως, δεν συγχωράει.