Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ακόμα και αν κρινόταν παμψηφεί ένοχος για όλα τα αδικήματα που κατηγορήθηκε – και για δέκα φορές περισσότερα -, θα αποτελούσε μια παρωνυχίδα απλώς του τέρατος. Παρωνυχίδα που θα έπρεπε βεβαίως να κοπεί σύρριζα. Μα η φρικαλέα γενική εικόνα δεν θα άλλαζε.
Μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης εξοργίστηκε με το ανασταλτικό στην έκτιση της ποινής του αποτέλεσμα που είχε η έφεση του Δημήτρη Λιγνάδη. Δεν ενέκυψαν στις παραμέτρους της συγκεκριμένης υπόθεσης – πώς θα μπορούσαν άλλωστε; για να εκτιμήσεις μια δικαστική απόφαση απαιτούνται χρόνια νομικών σπουδών, μελέτη της συγκεκριμένης δικογραφίας, παρακολούθηση της δίκης. Δεν λειτούργησαν όμως – στη μεγάλη τους πλειονότητα – ως φερέφωνα κύκλων της αντιπολίτευσης. Η αγανάκτησή τους ήταν γνήσια. Αυτό που ένιωθαν άδικο ειλικρινά τους έπνιγε.
Ζούμε πράγματι σε έναν άδικο κόσμο. Εξόφθαλμα, κατάφωρα άδικο.
Οχι επειδή οι δικαστές είναι εξωνημένοι, όπως σπεύδουν κάποιοι να ισχυριστούν όποτε δεν τους αρέσει μια ετυμηγορία. Αλλά διότι ο κατηγορούμενος εφόσον διαθέτει οικονομική ή κοινωνική επιφάνεια μπορεί να προσλάβει τον ικανότερο δικηγόρο, εκείνον που θα τον υπερασπιστεί πιο αποτελεσματικά.
Ούτε γιατί το σύστημα προστατεύει δήθεν τους δικούς του ακόμα και όταν εκδηλώνουν τον χειρότερό τους εαυτό.
Ποιο σύστημα και ποιοι δικοί του; Θέλετε να μιλήσουμε για σεξουαλική εκμετάλλευση, για ασέλγειες επί ανηλίκων; Να σας θυμίσω ότι μέχρι πριν από ελάχιστα χρόνια το Πεδίον του Αρεως κατακλυζόταν από νεαρούς – πρόσφυγες κατά βάσιν – που εκδίδονταν, στα όρθια, για ψίχουλα; Πως στα στενά κάτω από την Ομόνοια αλλά και στην πλατιά και καλοφωτισμένη οδό Μάρνη οι μαστροποί διοχέτευαν εκατοντάδες κοπελίτσες από την Αφρική που έβγαζαν το νυχτοκάματο του τρόμου, μπαινοβγαίνοντας ημίγυμνες σε αυτοκίνητα «μερακλήδων»; Δεν απαιτούνταν ούτε πλούτος ούτε διασημότητα. Ανάλγητος αρκούσε να είσαι, κτήνος με προσωπείο νομοταγούς πολίτη, για να «ψωνίσεις» έναντι δέκα ευρώ την ανιψιά, την κόρη ή ακόμα και την εγγονή σου. Κι αν έδινες κάτι παραπάνω, να την κάνεις να υποκύψει στην οποιαδήποτε διαστροφή σου. Να σε ελέγξουν; Να σε συλλάβουν; Αντε καλέ, από εδώ πάν’ κι οι άλλοι. Η ειρωνεία του πράγματος; Αμα σε αναγνώριζαν, επειδή – λόγου χάριν – εμφανιζόσουν στην τηλεόραση, τότε κινδύνευες να εκτεθείς και να εκβιαστείς.
Οι κοινωνίες είναι άδικες. Ελεεινές. Ετσι και γεννηθείς, έτσι και βρεθείς στην απέξω, εύκολα καταντάς το πτυελοδοχείο ή το σπερματοδοχείο του καθενός.
Να πούμε για την επαιτεία όπως ασκείται στην Ελλάδα σήμερα; Για τα μωρά και για τις μωρομάνες που ξεροσταλιάζουν στα πεζοδρόμια; Για τους μπόμπιρες που πουλάνε χαρτομάντιλα από τραπέζι σε τραπέζι, σε ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια; Οι Αρχές δεν επεμβαίνουν. Αλλά κι εσύ κάνεις μια μελαγχολική γκριμάτσα και ταχύνεις το βήμα – «μη δώσεις ούτε πενηνταράκι!», σου λέει ο συνοδός σου, «θα καταλήξει σε εκείνους που τους εκμεταλλεύονται!». Τις προάλλες μια νεαρή Ρομά άνοιξε την καρδιά της σε ένα πολύ κοντινό μου πρόσωπο. «Φέτος γίνομαι δώδεκα χρονών, κυρία. Οι γονείς μου μού έταξαν ένα μεγάλο δώρο! Από εδώ κι εμπρός – μου είπαν – τέρμα η ζητιανιά…».
Να αναφερθούμε στο εμπόριο της πρέζας αλλά και του σίσα, που αποκαλείται «κοκαΐνη των φτωχών», παρασκευάζεται από υγρά μπαταρίας και χλωρίνη και διατίθεται, φόρα παρτίδα σχεδόν, σε όποιον ενήλικο ή ανήλικο έχει δυο κέρματα; Εάν δεν σας φέρνει ο δρόμος σας στην άκρη της πόλης, στις ζόρικες συνοικίες, δείτε τις ταινίες του Γιάνναρη και του Οικονομίδη. Εχουν πιστότητα ντοκιμαντέρ.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ακόμα και αν κρινόταν παμψηφεί ένοχος για όλα τα αδικήματα που κατηγορήθηκε – και για δέκα φορές περισσότερα -, θα αποτελούσε μια παρωνυχίδα απλώς του τέρατος. Παρωνυχίδα που θα έπρεπε βεβαίως να κοπεί σύρριζα. Μα η φρικαλέα γενική εικόνα δεν θα άλλαζε.
Ο σάλος που δημιουργήθηκε στην περίπτωσή του μπορεί να σημαίνει δύο τινά.
Είτε πως οι Ελληνες δεν ανέχονται πλέον άθλιες συμπεριφορές, εναντίον ιδίως ευπαθών ομάδων. Αποτροπιάζουν, ρίχνουν αυθωρεί στο πυρ το εξώτερον όποιον καταγγέλλεται για τέτοιες.
Είτε ότι η κοινωνία μας αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους. Ηδονίζεται να κατακρημνίζει, να λιθοβολεί εκείνον που μέχρι πρόσφατα λιβάνιζε. Για να του φορτώσει τις συλλογικές της ενοχές. Και να αισθανθεί προσωρινά αποκαθαρμένη, αγνή, αποστρέφοντας το βλέμμα της από τις κάθε λογής πιάτσες.
Διαλέγετε και παίρνετε.